Εγκυκλοπαίδεια των Οχλήσεων

Απεύθυνση σε όσους δεν θέλουν να διαχειριστούν
τις οχλήσεις αλλά να τις εξαλείψουν
(Ιούνιος 1990)

πηγή: thebaddayswillend

Μετάφραση: Πριονιστήριο το Χρυσό Χέρι
(Ιούνιος 2020)

Τίτλος πρωτοτύπου:
Encyclopédie des Nuisances, Adresse à tous ceux qui ne veulent pas gérer les nuisances mais les supprimer (Juin 1990).

Εκτυπώσιμη μορφή της Απεύθυνσης

ΑΠΕΥΘΥΝΣΗ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥΝ
ΤΙΣ ΟΧΛΗΣΕΙΣ ΑΛΛΑ ΝΑ ΤΙΣ ΕΞΑΛΕΙΨΟΥΝ

Ένα πράγμα είναι τουλάχιστον βέβαιο για την εποχή μας: δεν θα σαπίσει εν ειρήνη. Τα αποτελέσματα της ασυνειδησίας της έχουν συσσωρευτεί μέχρι το σημείο να θέτουν σε κίνδυνο εκείνη την υλική ασφάλεια της οποίας η κατάκτηση ήταν η μοναδική δικαιολογία της. Σε σχέση με όσα αφορούν τη ζωή καθαυτή (ήθη, επικοινωνία, ευαισθησία, δημιουργία), είχε προφανώς επιφέρει μόνο αποσύνθεση και παρακμή.

Κάθε κοινωνία είναι πρώτα απ’ όλα, ως οργάνωση της συλλογικής επιβίωσης, μια μορφή οικειοποίησης της φύσης. Μέσω της σημερινής κρίσης της χρησιμοποίησης της φύσης τίθεται εκ νέου, και αυτή τη φορά παγκοσμίως, το κοινωνικό ζήτημα. Καθώς δεν είχε επιλυθεί προτού τα υλικά μέσα, επιστημονικά και τεχνικά, καταστήσουν δυνατή τη θεμελιώδη αλλαγή των συνθηκών της ζωής, επανεμφανίζεται μαζί με τη ζωτική ανάγκη να αμφισβητηθούν οι ανεύθυνες ιεραρχίες που μονοπωλούν αυτά τα υλικά μέσα.

Για να προστατευτούν από αυτό, οι ιδιοκτήτες της κοινωνίας αποφάσισαν να κηρύξουν οι ίδιοι την κατάσταση έκτακτης οικολογικής ανάγκης. Τι επιδιώκει ο ιδιοτελής καταστροφισμός τους, σκιαγραφώντας τη ζοφερή εικόνα μιας υποθετικής καταστροφής, και εκφωνώντας ομιλίες τόσο πιο κινδυνολογικές όσο αφορούν σε προβλήματα για τα οποία οι εξατομικευμένοι πληθυσμοί δεν έχουν κανένα μέσο άμεσης δράσης, αν όχι να αποκρύψει την πραγματική καταστροφή, σε σχέση με την οποία δεν χρειάζεται να είναι κανείς φυσικός, κλιματολόγος ή δημογράφος για να εκφέρει γνώμη; Γιατί ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει τη συνεχή εκπτώχευση του κόσμου των ανθρώπων από τη σύγχρονη οικονομία, που αναπτύσσεται σε όλους τους τομείς σε βάρος της ζωής: καταστρέφει μέσω των λεηλασιών της τις βιολογικές βάσεις της, υποβάλλει το σύνολο του κοινωνικού χωροχρόνου στις αστυνομικές ανάγκες της λειτουργίας της, και αντικαθιστά κάθε πραγματικότητα που άλλοτε ήταν ευρέως προσβάσιμη με ένα υποκατάστατο του οποίου η περιεκτικότητα σε υπολειμματική αυθεντικότητα είναι ανάλογη με την τιμή (δεν χρειάζεται να δημιουργηθούν μαγαζιά προορισμένα για τη νομενκλατούρα, φροντίζει γι’ αυτό η αγορά).

Τη στιγμή που οι διαχειριστές της παραγωγής ανακαλύπτουν στη βλαπτικότητα των αποτελεσμάτων της την ευθραυστότητα του κόσμου τους, την εκλαμβάνουν ως επιχείρημα για να παρουσιαστούν, με την υποστήριξη των ειδικών τους, σαν σωτήρες. Η κατάσταση έκτακτης οικολογικής ανάγκης είναι ταυτόχρονα μια οικονομία πολέμου, η οποία κινητοποιεί την παραγωγή στην υπηρεσία κοινών συμφερόντων που ορίζονται από το κράτος, και ένας πόλεμος της οικονομίας ενάντια στην απειλή κινημάτων αμφισβήτησης που αρχίζουν να την κρίνουν απερίφραστα.

Η προπαγάνδα των φορέων λήψης αποφάσεων του Κράτους και της βιομηχανίας παρουσιάζει ως μοναδική προοπτική σωτηρίας τη συνέχιση της οικονομικής ανάπτυξης, διορθωμένης από τα μέτρα που επιβάλλει η προστασία της επιβίωσης: ρυθμιζόμενη διαχείριση των “πόρων”, επενδύσεις για την εξοικονόμηση της φύσης, την πλήρη μετατροπή της σε υλικό για οικονομική διαχείριση, από το νερό του υπεδάφους μέχρι το όζον της ατμόσφαιρας.

Η κυριαρχία προφανώς δεν σταματά να τελειοποιεί για κάθε ενδεχόμενη χρήση τα κατασταλτικά μέσα της: στην “Cigaville”, ένα αστικό περιβάλλον που κατασκευάστηκε στην Ντορντόν [Dordogne] μετά το 1968 για την εκπαίδευση των αστυνομικών μονάδων αποκατάστασης της τάξης, προσομοιώνονται τώρα στους παρακείμενους δρόμους “ψεύτικες επιθέσεις αντι-πυρηνικών κομάντο”· στο πυρηνικό εργοστάσιο της Μπελβίλ [Belleville], η προσομοίωση ενός σοβαρού ατυχήματος είναι αυτή που πρέπει να εκπαιδεύσει τους υπεύθυνους για τις τεχνικές χειραγώγησης των πληροφοριών. Αλλά το προσωπικό στο οποίο έχει ανατεθεί ο κοινωνικός έλεγχος εργάζεται πάνω απ’ όλα για να αποτρέψει οποιαδήποτε εξέλιξη της κριτικής των οχλήσεων σε μια κριτική της οικονομίας που τις προκαλεί. Κηρύττει την πειθαρχία στους στρατούς της κατανάλωσης, σαν να ήταν οι πολυτελείς υπερβολές μας αυτές που διατάραξαν την οικολογική ισορροπία, και όχι ο παραλογισμός της επιβαλλόμενης εμπορευματικής παραγωγής, προωθεί μια νέα αγωγή του πολίτη, σύμφωνα με την οποία όλοι θα είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση των οχλήσεων, μέσα σε μια τέλεια δημοκρατική ισότητα: από τον βασικό ρυπαίνοντα, που απελευθερώνει χλωροφθοράνθρακες κάθε πρωί που ξυρίζεται, μέχρι τον χημικό βιομήχανο… Και η ιδεολογία της επιβίωσης (“Όλοι ενωμένοι για να σώσουμε τη Γη, ή τον Λίγηρα, ή τα μωρά φώκιες”) χρησιμεύει για να ενσταλάξει το είδος του “ρεαλισμού” και της “υπευθυνότητας” που οδηγεί στην ανάληψη της ευθύνης για τις επιπτώσεις της ασυνειδησίας των ειδικών, και έτσι στην αναμετάδοση της κυριαρχίας παρέχοντάς της πρακτικά αντιρρήσεις που αποκαλούνται εποικοδομητικές και ρυθμίσεις λεπτομερειών.

Ο κύριος παράγοντας λογοκρισίας της λανθάνουσας κοινωνικής κριτικής στον αγώνα ενάντια στις οχλήσεις είναι ο οικολογισμός: η αυταπάτη σύμφωνα με την οποία θα μπορούσαμε να αναιρέσουμε επιτυχώς τα αποτελέσματα της αλλοτριωμένης εργασίας χωρίς να επιτεθούμε στην ίδια την εργασία και στο σύνολο της κοινωνίας που θεμελιώνεται στην εκμετάλλευση της εργασίας. Όταν όλοι οι άνθρωποι του Κράτους γίνονται οικολόγοι, οι οικολόγοι δηλώνουν ανεπιφύλακτα κρατιστές. Δεν έχουν αλλάξει πραγματικά, σε σχέση με τις “εναλλακτικές” προθέσεις τους κατά τη δεκαετία του εβδομήντα. Αλλά σήμερα τους προσφέρονται παντού θέσεις εργασίας, αξιώματα, πιστώσεις, και δεν βλέπουν κανένα λόγο να τα αρνηθούν, καθώς είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν ήρθαν πραγματικά σε ρήξη με τον κυρίαρχο παραλογισμό.

Οι οικολόγοι είναι στο πεδίο του αγώνα ενάντια στις οχλήσεις ό,τι ήταν οι συνδικαλιστές σε αυτό των εργατικών αγώνων: διαμεσολαβητές που φροντίζουν να διατηρήσουν τις αντιφάσεις των οποίων τη ρύθμιση διασφαλίζουν, διαπραγματευτές αφοσιωμένοι στο παζάρεμα (με την αναθεώρηση των κανόνων και των δεικτών βλαπτικότητας να αντικαθιστά τα ποσοστά αύξησης των μισθών), υπερασπιστές του ποσοτικού σε μια στιγμή όπου ο οικονομικός υπολογισμός επεκτείνεται σε νέους τομείς (τον αέρα, το νερό, τα ανθρώπινα έμβρυα ή τη συνθετική κοινωνικότητα)· εν ολίγοις, οι νέοι μεσίτες μιας υποταγής στην οικονομία της οποίας το αντίτιμο πρέπει τώρα να ενσωματώσει το κόστος ενός “ποιοτικού περιβάλλοντος”. Βλέπουμε ήδη να τίθεται σε εφαρμογή, με τη συνδιαχείριση των “πράσινων” ειδικών, μια ανακατανομή του εδάφους μεταξύ θυσιαζόμενων και προστατευόμενων ζωνών, ένας διαμερισμός του χώρου που θα ρυθμίζει την ιεραρχική πρόσβαση στο εμπόρευμα-φύση. Όσο για τη ραδιενέργεια, θα υπάρχει αρκετή για όλους.

Θα εξακολουθούσε να είναι υπερβολικά τιμητικό για την πρακτική των οικολόγων αν λέγαμε ότι είναι ρεφορμιστική, καθώς εγγράφεται άμεσα και συνειδητά στη λογική της καπιταλιστικής κυριαρχίας, που επεκτείνει συνεχώς, μέσω των ίδιων των καταστροφών της, το πεδίο της εφαρμογής της. Σε αυτή την κυκλική παραγωγή των δεινών και των επιβαρυντικών θεραπειών τους, ο οικολογισμός δεν έχει αποτελέσει παρά μόνο τον εφεδρικό στρατό μιας εποχής γραφειοκρατικοποίησης, όπου η “ορθολογικότητα” ορίζεται πάντοτε μακριά από τα ενδιαφερόμενα άτομα και από οποιαδήποτε ρεαλιστική γνώση, με τις αλλεπάλληλες καταστροφές που αυτό συνεπάγεται.

Δεν λείπουν τα πρόσφατα παραδείγματα που δείχνουν πόσο γρήγορα εδραιώνεται αυτή η διαχείριση των οχλήσεων που ενσωματώνει τον οικολογισμό. Χωρίς να αναφέρουμε καν τις πολυεθνικές της “προστασίας της φύσης” όπως το World Wildlife Fund και την Greenpeace, τους “Φίλους της Γης” που χρηματοδοτούνται ευρέως από την Κρατική Γραμματεία Περιβάλλοντος, ή τους Πράσινους τύπου Βεστέρ[1] που συνεργάζονται με την Lyonnaise des eaux[2] για την εκμετάλλευση της αγοράς επεξεργασίας λυμάτων, βλέπουμε κάθε είδους ημι-αντιτιθέμενους στις οχλήσεις, που είχαν προσκολληθεί σε μια τεχνική κριτική και κατέπνιγαν την κοινωνική κριτική, να επιστρατεύονται από ελεγκτικά και ρυθμιστικά όργανα του κράτους, αν όχι από τη βιομηχανία της απορρύπανσης. Έτσι ένα “ανεξάρτητο εργαστήριο” όπως αυτό της CRIIRAD[3], που ιδρύθηκε μετά το Τσερνόμπιλ –ανεξάρτητο από το Κράτος αλλά όχι από τους τοπικούς και περιφερειακούς θεσμούς–, είχε θέσει ως μοναδικό στόχο την “προστασία των καταναλωτών” καταμετρώντας τα μπεκερέλ τους. Μια τέτοια νεο-συνδικαλιστική “προστασία” του επαγγέλματος του καταναλωτή –του τελευταίου επαγγέλματος– δεν επιτίθεται ουσιαστικά στην αποστέρηση που, αφαιρώντας από τα άτομα κάθε εξουσία λήψης αποφάσεων για την παραγωγή των συνθηκών της ύπαρξής τους, εξασφαλίζει ότι θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν όσα επιλέχθηκαν από άλλους, και να εξαρτώνται από ανεξέλεγκτους ειδικούς για να γνωρίζουν, ή όχι, τη βλαπτικότητά τους. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν ότι μαθαίνουμε σήμερα τον διορισμό της προέδρου της CRIIRAD, Μισέλ Ριβαζί [Michèle Rivasi], στην Εθνική υπηρεσία για την ποιότητα του αέρα, όπου η ανεξαρτησία της θα μπορέσει να ολοκληρωθεί στην υπηρεσία εκείνης του Κράτους. Είδαμε επίσης τους δειλά αντιπυρηνικούς εμπειρογνώμονες της GSIEN[4], εξαιτίας της επιστημονικής πεποίθησής τους ότι δεν πρέπει να αποφανθούν ριζικά εναντίον του πυρηνικού παραληρήματος, να υποστηρίζουν την επαναλειτουργία του πυρηνικού εργοστασίου του Φεσενχάιμ [Fessenheim] προτού ένα νέο “ατύχημα” διαρροής ραδιενέργειας παράσχει, λίγο αργότερα, την αντιπραγματογνωμοσύνη στον ρεαλισμό τους· ή ακόμα τους προσκόπους της οργάνωσης “Ρομπέν των Δασών”, αποφασισμένους να αναρριχηθούν στο “συνεταιριλίκι”, να συμπράττουν με έναν βιομήχανο για την παραγωγή “καθαρών απορριμμάτων”, και να υπερασπίζονται το έργο “Geofix” για την αποθήκευση χημικών αποβλήτων στις Άλπεις της Άνω Προβηγκίας.

Το αποτέλεσμα αυτής της εντατικής δραστηριότητας καλλωπισμού είναι απολύτως προβλέψιμο: μια “απορρύπανση” σύμφωνα με το πρότυπο αυτού που ήταν “η εξάλειψη της φτώχειας” μέσω της εμπορευματικής αφθονίας (συγκάλυψη της εμφανούς αθλιότητας, πραγματική εκπτώχευση της ζωής)· τα δαπανηρά και επομένως κερδοφόρα καταπραϋντικά που εφαρμόζονται διαδοχικά σε προηγούμενες ζημιές αναμιγνύοντας τις καταστροφές –που φυσικά συνεχίζονται και θα συνεχιστούν– με αποσπασματικές επισκευές και τμηματικές απολυμάνσεις. Η διαχείριση ορισμένων οχλήσεων που πιστοποιούνται ως τέτοιες από τους ειδικούς θα αναληφθεί όντως, στον βαθμό ακριβώς που η αντιμετώπισή τους θα αποτελέσει μια κερδοφόρα οικονομική δραστηριότητα. Άλλες, κατά κανόνα οι πιο σοβαρές, θα συνεχίσουν την κρυφή, εκτός προδιαγραφών ύπαρξή τους, όπως οι χαμηλές δόσεις ακτινοβολίας ή εκείνες οι γενετικές τροποποιήσεις για τις οποίες γνωρίζουμε ότι μας προετοιμάζουν τα αυριανά AIDS. Τέλος και πάνω απ’ όλα, η πολλαπλασιαστική ανάπτυξη μιας νέας γραφειοκρατίας επιφορτισμένης με τον οικολογικό έλεγχο θα εμβαθύνει απλώς, με το πρόσχημα του εξορθολογισμού, εκείνη την ανορθολογικότητα που εξηγεί όλες τις άλλες, από τη συνήθη διαφθορά μέχρι τις ασύλληπτες καταστροφές: τη διαίρεση της κοινωνίας σε ειδικούς διευθύνοντες της επιβίωσης και σε αδαείς και αδύναμους “καταναλωτές” αυτής της επιβίωσης, ως τελευταία όψη της ταξικής κοινωνίας. Δυστυχισμένοι όσοι χρειάζονται έντιμους ειδικούς και φωτισμένους ηγέτες!

Δεν είναι λοιπόν κάποια εξτρεμιστική καθαρότητα, και ακόμα λιγότερο κάποια “πολιτική του χείρονος”, που μας καλεί να διαφοροποιηθούμε κατηγορηματικά από όλους τους οικολόγους προγραμματιστές της οικονομίας: είναι απλώς ο ρεαλισμός σε σχέση με το αναγκαίο μέλλον όλων αυτών. Η συνεπής ανάπτυξη του αγώνα ενάντια στις οχλήσεις απαιτεί να αποσαφηνιστεί, με όσες παραδειγματικές καταγγελίες θα χρειαστεί, η αντίθεση μεταξύ των οικολοκρατών –αυτών που αντλούν εξουσία από την οικολογική κρίση– και εκείνων που δεν έχουν συμφέροντα διαχωρισμένα από το σύνολο των αποστερημένων ατόμων, ούτε από το κίνημα που μπορεί να τους παράσχει τη δυνατότητα να εξαλείψουν τις οχλήσεις με την “υπολογισμένη αποδιάρθρωση του συνόλου της εμπορευματικής παραγωγής”. Αν αυτοί που θέλουν να εξαλείψουν τις οχλήσεις βρίσκονται αναγκαστικά στο ίδιο πεδίο με εκείνους που θέλουν να τις διαχειριστούν, πρέπει να παρίστανται εκεί ως εχθροί, ειδάλλως θα υποβιβαστούν στο να παίζουν έναν ελάσσονα ρόλο κάτω από τους προβολείς των σκηνοθετών του χωροταξικού σχεδιασμού. Δεν μπορούν να καταλάβουν πραγματικά αυτό το πεδίο, δηλαδή να βρουν τα μέσα για να το μετασχηματίσουν, παρά μόνο διακηρύσσοντας ασυμβίβαστα την κοινωνική κριτική των οχλήσεων και των διορισμένων ή υποψήφιων διαχειριστών τους.

Ο δρόμος που οδηγεί από την αμφισβήτηση των ανεύθυνων ιεραρχιών στην εδραίωση ενός κοινωνικού ελέγχου που θα κυριαρχήσει με πλήρη συνείδηση πάνω στα υλικά και τεχνικά μέσα, αυτός ο δρόμος περνάει από μια ενιαία κριτική των οχλήσεων, και επομένως από την εκ νέου ανακάλυψη όλων των παλιών σημείων εφαρμογής της εξέγερσης: της μισθωτής εργασίας, της οποίας τα κοινωνικά επιβλαβή προϊόντα έχουν μια αντίστοιχη καταστροφική επίδραση πάνω στους ίδιους τους μισθωτούς, έτσι ώστε να μπορεί να γίνεται ανεκτή μόνο με μια μεγάλη ενίσχυση από ηρεμιστικά και ναρκωτικά όλων των ειδών· της αποικιοποίησης του συνόλου της επικοινωνίας από το θέαμα, καθώς στην παραποίηση των πραγματικοτήτων πρέπει να αντιστοιχεί αυτή της κοινωνικής έκφρασής τους· της τεχνολογικής ανάπτυξης, που αναπτύσσει αποκλειστικά, εις βάρος οποιασδήποτε ατομικής ή συλλογικής αυτονομίας, την υποταγή σε μια ολοένα πιο συγκεντρωμένη εξουσία· της εμπορευματικής παραγωγής ως παραγωγής οχλήσεων, και τέλος “του Κράτους ως απόλυτης όχλησης, που ελέγχει αυτή την παραγωγή και διαχειρίζεται την πρόσληψή της, προγραμματίζοντας τα όρια της ανοχής”.

Η μοίρα του οικολογισμού θα έπρεπε να το έχει δείξει ακόμα και στους πιο αφελείς: δεν μπορεί κανείς να διεξάγει έναν πραγματικό αγώνα ενάντια σε οτιδήποτε εφόσον αποδέχεται τους διαχωρισμούς της κυρίαρχης κοινωνίας. Η επιδείνωση της κρίσης της επιβίωσης και τα κινήματα άρνησης που προκαλεί ωθούν ένα τμήμα του τεχνο-επιστημονικού προσωπικού να πάψει να ταυτίζεται με την εντεινόμενη φυγή προς τα εμπρός της τεχνολογικής ανανέωσης. Μεταξύ αυτών που θα προσεγγίσουν έτσι μια κριτική θεώρηση, πολλοί αναμφίβολα θα επιδιώξουν, σύμφωνα με την κοινωνικο-επαγγελματική ροπή τους, να ανακυκλώσουν μέσα σε μια “συνετή” αμφισβήτηση τη θέση τους ως ειδικών, και επομένως να καταστήσουν δεσπόζουσα μια αποσπασματική καταγγελία του παραλογισμού στην εξουσία, μένοντας προσκολλημένοι στις καθαρά τεχνικές πτυχές του, δηλαδή σε αυτές που μπορούν να εμφανίζονται ως τέτοιες. Ενάντια σε μια κριτική των οχλήσεων που εξακολουθεί να είναι διαχωρισμένη και εξειδικευμένη, η υπεράσπιση των ενιαίων απαιτήσεων της κοινωνικής κριτικής δεν σημαίνει απλώς τη διακήρυξη, ως συνολικού στόχου, ότι το ζήτημα δεν είναι να αλλάξουν οι ειδικοί στην εξουσία αλλά να καταργηθούν οι συνθήκες που καθιστούν αναγκαίους τους ειδικούς και την εξειδίκευση της εξουσίας· είναι επίσης μια τακτική επιταγή, για έναν αγώνα που δεν μπορεί να μιλάει τη γλώσσα των ειδικών αν θέλει να βρει τους συμμάχους του απευθυνόμενος σε όλους εκείνους που δεν έχουν καμία εξουσία ως ειδικοί σε οτιδήποτε.

Όπως ακριβώς αντιτασσόταν και εξακολουθεί να αντιτάσσεται στις διεκδικήσεις των μισθωτών ένα γενικό συμφέρον της οικονομίας, έτσι οι σχεδιαστές των αποβλήτων και άλλοι διδάκτορες των σκουπιδιών δεν παραλείπουν να καταγγείλουν τον στενόμυαλο και ανεύθυνο εγωισμό όσων ξεσηκώνονται ενάντια σε μια τοπική όχληση (απόβλητα, αυτοκινητόδρομο, τρένο υψηλής ταχύτητας, κ.λπ.) χωρίς να θέλουν να λάβουν υπόψη ότι πρέπει κάπου να εγκατασταθεί. Η μόνη απάντηση που αξίζει σε έναν τέτοιο εκβιασμό σε σχέση με το γενικό συμφέρον είναι προφανώς η διαβεβαίωση ότι ενώ δεν θέλουμε οχλήσεις πουθενά πρέπει να ξεκινήσουμε να τις αποκηρύττουμε παραδειγματικά εκεί που βρισκόμαστε. Και επομένως να προετοιμάσουμε την ενοποίηση των αγώνων ενάντια στις οχλήσεις γνωρίζοντας πώς να εκφράσουμε τους οικουμενικούς λόγους κάθε συγκεκριμένης διαμαρτυρίας. Το ενδεχόμενο να αναλάβουν αυτοβούλως να συνασπιστούν άτομα που δεν επικαλούνται κανένα προσόν ή ειδικότητα, που δεν αντιπροσωπεύουν παρά μόνο τους εαυτούς τους, αυτό είναι κάτι που θα φανεί ελάχιστα ρεαλιστικό σε μια εποχή παραλυμένη από την απομόνωση και το αίσθημα ματαιότητας που προκαλεί. Ωστόσο, παράλληλα με τόσα ψευδο-γεγονότα που κατασκευάζονται μαζικά, υπάρχει μια αλήθεια που επιμένει να γελοιοποιεί τόσο τους υπολογισμούς που προέρχονται από ψηλά όσο και τον κυνισμό που προέρχεται από χαμηλά: όλες οι βλέψεις για μια ελεύθερη ζωή και όλες οι ανθρώπινες ανάγκες, ξεκινώντας από τις πιο στοιχειώδεις, συγκλίνουν στην επείγουσα ιστορική ανάγκη να τεθεί ένα τέλος στις καταστροφές της οικονομικής άνοιας. Από αυτό το τεράστιο απόθεμα εξέγερσης μπορεί να αντληθεί μόνο μια καθολική περιφρόνηση για τις γελοίες ή απεχθείς αναγκαιότητες που αναγνωρίζει η σημερινή κοινωνία.

Αυτοί που, μέσα σε μια συγκεκριμένη σύγκρουση, δεν προτίθενται σε καμία περίπτωση να σταματήσουν στα τμηματικά αποτελέσματα της διαμαρτυρίας τους, πρέπει να την θεωρήσουν ως μια στιγμή της αυτοοργάνωσης των αποστερημένων ατόμων για ένα γενικευμένο αντι-κρατικό και αντι-οικονομικό κίνημα: αυτή η επιδίωξη θα τους χρησιμεύσει ως κριτήριο και ως άξονας αναφοράς για να αξιολογήσουν και να αποποιηθούν, να υιοθετήσουν ή να απορρίψουν το ένα ή το άλλο μέσο αγώνα ενάντια στις οχλήσεις. Καθετί που ευνοεί την άμεση οικειοποίηση, από τα συνασπισμένα άτομα, της δραστηριότητάς τους, ξεκινώντας από την κριτική δραστηριότητά τους ενάντια στη μια ή την άλλη πλευρά της παραγωγής οχλήσεων, πρέπει να υποστηριχθεί· καθετί που συμβάλλει στην αποστέρησή τους από τις πρώτες στιγμές του αγώνα τους, και επομένως στην ενίσχυση της παθητικότητας και της απομόνωσής τους, πρέπει να καταπολεμηθεί. Πώς θα μπορούσε αυτό που διαιωνίζει το παλιό ψέμα της διαχωρισμένης αντιπροσώπευσης, των ανεξέλεγκτων αντιπροσώπων ή των καταχρηστικών φερέφωνων, να χρησιμεύσει στον αγώνα των ατόμων να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις συνθήκες της ύπαρξής τους, με δυο λόγια να πραγματώσουν τη δημοκρατία; Η αποστέρηση ανανεώνεται και επικυρώνεται, όχι βέβαια μόνο από τον εκλογικισμό, αλλά επίσης από την παραπλανητική επιδίωξη της “μιντιακής αποτελεσματικότητας”, που, μετατρέποντας τα άτομα σε θεατές μιας υπόθεσης της οποίας δεν ελέγχουν πια ούτε τη διατύπωση ούτε την επέκταση, τα καθιστά μια μάζα υποκείμενη στους ελιγμούς των διάφορων λόμπι, που ανταγωνίζονται λιγότερο ή περισσότερο για να χειραγωγήσουν την εικόνα της διαμαρτυρίας.

Πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίζονται ως επαναφομοιωτές όλοι εκείνοι των οποίων ο υποτιθέμενος ρεαλισμός χρησιμεύει για να ματαιώνονται, μέσω της οργάνωσης του θορύβου των μίντια, οι απόπειρες να εκφραστούν άμεσα, χωρίς διαμεσολαβητές και χωρίς την υποστήριξη ειδικών, η απέχθεια και η οργή που προκαλούν οι μάστιγες ενός τρόπου παραγωγής (δείτε πώς χρησιμοποιείται ο Βερζές [Vergès, Jacques], λόγω της παρουσίας του ως δικηγόρου σε πολλές αμφιλεγόμενες υποθέσεις, για να δυσφημιστεί η διαμαρτυρία των κατοίκων της Μονσανέν [Montchanin]· ή ακόμα, σε μια εντελώς διαφορετική κλίμακα, πώς η αισχρότητα της σύγχρονης “συγκινησιακής απάτης” ιδιοποιείται τα “παιδιά του Τσερνόμπιλ” για να τα κάνει θέμα σε τηλεμαραθώνιο). Παρομοίως, καθώς το Κράτος ανοίγει το πεδίο των δικαστικών διαδικασιών και των διοικητικών μέτρων στις τοπικές διαμαρτυρίες, προκειμένου αυτές να χαθούν εκεί, πρέπει να καταγγείλουμε την αυταπάτη μιας νίκης που εξασφαλίζεται από τους δικηγόρους και τους ειδικούς: για τον σκοπό αυτό αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι μια σύγκρουση αυτού του είδους δεν κρίνεται από τον νόμο αλλά από έναν εξωδικαστικό συσχετισμό δυνάμεων, όπως αποδεικνύεται τόσο από την κατασκευή της γέφυρας του Ιλ ντε Ρε [Île de Ré], παρά το πλήθος των αντίθετων δικαστικών αποφάσεων, όσο και από την εγκατάλειψη του σχεδίου εγκατάστασης πυρηνικού εργοστασίου στην Πλογκόφ [Plogoff], που δεν ήταν αποτέλεσμα καμίας νομικής διαδικασίας.

Τα μέσα πρέπει να ποικίλλουν ανάλογα με τις περιστάσεις, λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε μέσο είναι καλό εφόσον καταπολεμάει την απάθεια απέναντι στην οικονομική μοιρολατρία και διαδίδει την επιθυμία παρέμβασης στη μοίρα που μας επιφυλάσσεται. Αν και τα κινήματα ενάντια στις οχλήσεις είναι ακόμα πολύ αδύναμα στη Γαλλία, αποτελούν ωστόσο το μοναδικό πρακτικό πεδίο όπου η κοινωνική ύπαρξη επανέρχεται στη συζήτηση. Οι φορείς λήψης αποφάσεων του Κράτους από την πλευρά τους γνωρίζουν καλά τον κίνδυνο που εκσαρκώνει αυτό, για μια κοινωνία της οποίας οι επίσημες αιτιολογίες δεν αντέχουν σε οποιαδήποτε εξέταση. Παράλληλα με την εξουδετέρωση μέσω της μιντιακής σύγχυσης και την ενσωμάτωση των οικολόγων ηγετών, το μέλημά τους είναι να μην επιτρέψουν να μετατραπεί μια συγκεκριμένη σύγκρουση σε σημείο εστίασης, που θα παρείχε στην αμφισβήτηση έναν πόλο ενοποίησης και συγχρόνως έναν υλικό τόπο συνάντησης και κριτικής επικοινωνίας. Έτσι το “πάγωμα” οποιασδήποτε απόφασης σχετικά με τους χώρους εναπόθεσης ραδιενεργών αποβλήτων και την ανάπλαση της λεκάνης του Λίγηρα επιλέχθηκε προφανώς με σκοπό να κουραστεί η βάση των αντιστάσεων και να καταστεί δυνατή η δημιουργία ενός δικτύου υπεύθυνων αντιπροσώπων πρόθυμων να λειτουργήσουν ως “τοπικοί δείκτες” (να δίνουν την τοπική θερμοκρασία), να σκηνοθετήσουν τη “διαβούλευση” και να περάσουν τις ψεύτικες νίκες.

Θα μας πουν –μας λένε ήδη– ότι σε κάθε περίπτωση είναι αδύνατο να εξαλειφθούν πλήρως οι οχλήσεις, και ότι για παράδειγμα τα πυρηνικά απόβλητα θα υπάρχουν σχεδόν για μια αιωνιότητα. Αυτό το επιχείρημα θυμίζει περίπου εκείνο ενός βασανιστή που, αφού έχει κόψει ένα χέρι από το θύμα του, του λέει ότι στο σημείο που βρίσκεται, μπορεί κάλλιστα να αφήσει να του κοπεί και το άλλο, και μάλιστα ακόμα πιο πρόθυμα εφόσον δεν χρειαζόταν τα χέρια του παρά μόνο για να χειροκροτεί, και ότι σήμερα υπάρχουν μηχανές γι’ αυτό. Τι θα σκεφτόμασταν για κάποιον που θα δεχόταν να συζητήσει το θέμα “επιστημονικά”;

Είναι αλήθεια βέβαια ότι οι αυταπάτες της οικονομικής προόδου έχουν παρεκτρέψει σε μόνιμη βάση την ανθρώπινη ιστορία, και ότι οι συνέπειες αυτής της παρεκτροπής, ακόμα και αν τερματιζόταν αύριο, θα κληροδοτούνταν σαν μια δηλητηριασμένη κληρονομιά στην απελευθερωμένη κοινωνία· όχι μόνο με τη μορφή αποβλήτων, αλλά επίσης και πρωτίστως με τη μορφή μιας υλικής οργάνωσης της παραγωγής που θα έπρεπε να μετασχηματιστεί ολοσχερώς για να τεθεί στην υπηρεσία μιας ελεύθερης δραστηριότητας. Θα μας χαροποιούσε η αποφυγή αυτών των προβλημάτων, αλλά αφού υπάρχουν, θεωρούμε ότι η συλλογική μέριμνα για την εξασθένισή τους είναι η μοναδική προοπτική επανασύνδεσης με την πραγματική ανθρώπινη περιπέτεια, με την ιστορία ως χειραφέτηση.

Αυτή η περιπέτεια ξεκινάει εκ νέου από τη στιγμή που τα άτομα βρίσκουν μέσα στον αγώνα τις μορφές μιας πρακτικής κοινότητας για να οδηγήσουν πιο μακριά τις συνέπειες της αρχικής άρνησής τους και να αναπτύξουν την κριτική των επιβαλλόμενων συνθηκών. Η αλήθεια μιας τέτοιας κοινότητας είναι ότι αποτελεί μια ένωση “πιο ευφυή από όλα τα μέλη της”. Το σημάδι της αποτυχίας της είναι η παλινδρόμησή της προς ένα είδος νεο-οικογένειας, δηλαδή προς μια ένωση λιγότερο ευφυή από κάθε μέλος της. Μια μακρά περίοδος κοινωνικής αντίδρασης έχει ως συνέπεια, μαζί με την απομόνωση και την αποδιοργάνωση, να οδηγεί τα άτομα, όταν επιχειρούν να ανασυγκροτήσουν ένα κοινό πρακτικό έδαφος, να φοβούνται πάνω απ’ όλα τις διασπάσεις και τις συγκρούσεις. Ωστόσο, ακριβώς όταν αποτελούμε μια μικρή μειοψηφία και χρειαζόμαστε συμμάχους είναι απαραίτητο να διατυπώνουμε μια ακόμα πιο σαφή βάση συμφωνίας, με αφετηρία την οποία θα συνάπτουμε συμμαχίες και θα αποκηρύττουμε όλα όσα πρέπει να αποκηρυχθούν.

Πρώτα απ’ όλα, για να οριοθετήσουμε θετικά το έδαφος των συνεργασιών και των συμμαχιών, πρέπει να διαθέτουμε κριτήρια που δεν είναι ηθικά (σχετικά με τις προθέσεις που δηλώνονται, την υποτιθέμενη καλή θέληση κ.λπ.) αλλά σαφώς πρακτικά και ιστορικά. (Ένας χρυσός κανόνας: να μην κρίνουμε τους ανθρώπους από τις απόψεις τους, αλλά από αυτό που τους καθιστούν οι απόψεις τους.) Πιστεύουμε ότι παρείχαμε εδώ ορισμένα χρήσιμα στοιχεία για τον προσδιορισμό αυτών των κριτηρίων. Για να αποσαφηνιστούν καλύτερα, και για να χαραχθεί μια γραμμή οριοθέτησης εντεύθεν της οποίας θα οργανωθεί αποτελεσματικά η αλληλεγγύη, θα χρειαστούν συζητήσεις βασισμένες στην ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών εντός των οποίων βρίσκεται ο καθένας, και στην κριτική των επιχειρούμενων παρεμβάσεων, ξεκινώντας από αυτή που συνιστά η παρούσα συνεισφορά.

Η κοινωνική κριτική, η δραστηριότητα που την αναπτύσσει και την επικοινωνεί, δεν υπήρξε ποτέ ο τόπος της ηρεμίας. Αλλά αφού σήμερα αυτός ο τόπος της ηρεμίας δεν υπάρχει πια πουθενά (η παγκόσμια χωματερή έχει φτάσει μέχρι τις κορυφές των Ιμαλαΐων), τα αποστερημένα άτομα δεν έχουν να επιλέξουν μεταξύ της ηρεμίας και των ταραχών μιας σκληρής μάχης, αλλά μεταξύ των ταραχών και μαχών που είναι ακόμα πιο τρομακτικές καθώς διεξάγονται από άλλους αποκλειστικά προς όφελός τους, και εκείνων που μπορούν να εξαπλώσουν και να διεξάγουν τα ίδια τα αποστερημένα άτομα για δικό τους λογαριασμό. Το κίνημα ενάντια στις οχλήσεις θα θριαμβεύσει ως αντι-οικονομικό και αντι-κρατικό κίνημα χειραφέτησης, ή δεν θα θριαμβεύσει καθόλου.

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΟΧΛΗΣΕΩΝ
Ιούνιος 1990

Σημειώσεις της μετάφρασης:

[1] Αντουάν Βεστέρ (Antoine Waechter): Πολιτικός ηγέτης του κόμματος των Πρασίνων στη Γαλλία και μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1989-1991).

[2] Lyonnaise des eaux: Γαλλική εταιρεία ύδρευσης και επεξεργασίας λυμάτων. Το 1997 συγχωνεύθηκε με τον βιομηχανικό όμιλο Suez.

[3] CRIIRAD: Commission de Recherche et d’Information Indépendantes sur la Radioactivité (Επιτροπή Ανεξάρτητης Έρευνας και Πληροφόρησης για τη Ραδιενέργεια).

[4] GSIEN: Groupement de Scientifiques pour l’Information sur l’Énergie Nucléaire (Ένωση Επιστημόνων για την Ενημέρωση σχετικά με την Πυρηνική Ενέργεια).


Σας ακούμε...