Εγκυκλοπαίδεια των Οχλήσεων

Λεξικό του παραλόγου
στις τέχνες, τις επιστήμες
& τα επαγγέλματα

3

AB ABSURDO – ABADIE – ABAISSEMENT

(Μάιος 1985)

πηγή: thebaddayswillend

Μετάφραση: Πριονιστήριο το Χρυσό Χέρι
(Ιανουάριος 2021)

Τίτλος πρωτοτύπου:
Encyclopédie des Nuisances. Tome 1, Fascicule III (Mai 1985). Ab absurdo – Abadie – Abaissement.

Εκτυπώσιμη μορφή του τεύχους 3 της Εγκυκλοπαίδειας

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑΣ

“Είδαμε, καθώς εργαζόμασταν, την ύλη να διευρύνεται, την ονοματολογία να συγχέεται, έννοιες να επανέρχονται με ένα πλήθος διαφορετικών ονομάτων, τα εργαλεία, τις μηχανές και τις διεργασίες να πολλαπλασιάζονται απροσμέτρητα, και τις πολυάριθμες παρακάμψεις ενός αδιέξοδου λαβυρίνθου να περιπλέκονται ολοένα περισσότερο. Είδαμε πόσο επίπονο ήταν να επιβεβαιώσουμε ότι τα ίδια πράγματα ήταν τα ίδια, και πόσο να επιβεβαιώσουμε ότι κάποια άλλα, που φαίνονταν πολύ διαφορετικά, δεν ήταν διαφορετικά. Είδαμε ότι αυτή η αλφαβητική μορφή, που μας παρείχε συνεχώς παύσεις, που προσέδιδε τόση ποικιλία στην εργασία, και που από αυτές τις απόψεις φαινόταν τόσο επωφελής για να υιοθετηθεί σε ένα μακροχρόνιο έργο, είχε τις δυσκολίες της που έπρεπε να ξεπερνιούνται συνεχώς. Είδαμε ότι διακινδύνευε να δώσει στα κύρια άρθρα μια τεράστια έκταση, αν συμπεριλαμβάνονταν σε αυτά όλα όσα μπορούσε κανείς αρκετά εύλογα να περιμένει ότι θα βρει εκεί· ή να τα κάνει συνοπτικά και φτωχά, αν, με τη βοήθεια παραπομπών, περικόπτονταν, και αν αποκλείονταν από αυτά πολλά θέματα που δεν ήταν αδύνατο να διαχωριστούν. Είδαμε πόσο σημαντικό και δύσκολο ήταν να διατηρηθεί μια κατάλληλη ισορροπία. Είδαμε πόσα ανακριβή και ψεύτικα πράγματα διέφευγαν· πόσα αληθινά παραλείπονταν. Είδαμε ότι μόνο μια εργασία πολλών αιώνων θα μπορούσε να προσδώσει, εν μέσω τόσων συγκεντρωμένων θεμάτων, την αληθινή μορφή που τους ταίριαζε· να δώσει σε κάθε μέρος το εύρος του· να περιορίσει κάθε άρθρο σε μια κατάλληλη έκταση· να αφαιρέσει ό,τι κακό υπάρχει· να συμπληρώσει ό,τι καλό λείπει, και να ολοκληρώσει ένα έργο που να ανταποκρίνεται στο σχέδιο το οποίο είχε διαμορφωθεί όταν αναλήφθηκε. Αλλά είδαμε ότι από όλες τις δυσκολίες, μια από τις πιο σημαντικές ήταν να το πραγματοποιήσουμε μόνο μία φορά, όσο αδιαμόρφωτο και αν ήταν, και να μη στερηθούμε την τιμή να ξεπεράσουμε αυτό το εμπόδιο.”  Ντιντερό

AB ABSURDO

Ο συλλογισμός ab absurdo [διά της εις άτοπον απαγωγής – ΣτΜ] συνίσταται στην απόδειξη της αλήθειας μιας συμπερασματικής κατάληξης μέσω του παραλογισμού του αντιθέτου της. Έτσι, όταν θέλουμε να αποδείξουμε ότι η πιο λογική κατάληξη της αδιάκοπης ανατροπής των συνθηκών της ύπαρξής τους στην οποία, είτε το θέλουν είτε όχι, έχουν αποδυθεί οι άνθρωποι, είναι η εξύψωση στη συνειδητή ιστορία, βρίσκουμε την απόδειξη στον παραλογισμό της σημερινής υπάρχουσας κοινωνίας, που δείχνει ότι αντιτίθεται ξεκάθαρα σε οτιδήποτε ευοίωνο μπορούσε να έχει μέσα στην ιστορική διαδικασία της οποίας αποτελεί την προσωρινή κατάληξη.

Οι ψευδο-συλλογισμοί που συνιστούν τη συνήθη μονομερή οροθέτηση της κοινής γνώμης αποτελούν επίσης αποδείξεις διά της εις άτοπον απαγωγής του γεγονότος ότι η ανάπτυξη της ορθολογικής σκέψης είναι ασύμβατη με την αποδοχή των σημερινών πλαισίων της κοινωνικής έκφρασης. Και αυτή η εποχή στο σύνολό της φαίνεται ότι έχει θέσει ως στόχο να πείσει την ανθρωπότητα, με τον ολοένα πιο έκδηλο παραλογισμό τόσο των επιτευγμάτων της όσο και των καταστροφών της, για την αναγκαιότητα να πειραματιστεί σε μεγάλη κλίμακα με τη μοναδική καινοτομία που προκαλεί τρόμο σε μια κοινωνία που λατρεύει τόσο πολύ τον μοντερνισμό: την ελευθερία του πνεύματος και των συμπεριφορών. Σε σύγκριση με τόσους στόχους που διακηρύττει, και που δεν θα πετύχει, αυτός θα μπορέσει ίσως να επιτευχθεί, αλλά η διαδρομή που πρέπει να διανυθεί κινδυνεύει να είναι επώδυνη. Η δική μας φιλοδοξία είναι να αποτρέψουμε να χαθούν στην πορεία αυτής της διαδρομής η ικανότητα και η δύναμη της επιθυμίας να οδηγήσει σε κάποιον κατοικήσιμο τόπο, και όχι σε έναν σκουπιδότοπο εκτεινόμενο σε πλανητικές διαστάσεις. Γιατί η διαφθορά όλων των απολαύσεων και η κατάρρευση της φτωχής άνεσης που εγγυόταν το κοινωνικό πρότυπο μπορούν βέβαια να απελπίσουν την υποταγή, αλλά για να επιλέξει η πλειονότητα των ανθρώπων τους ζωντανούς κινδύνους της ελευθερίας θα πρέπει επίσης να ανακαλύψει με απτό τρόπο ποια χειραφετητική χρήση των συσσωρευμένων αποτελεσμάτων της αλλοτριωμένης ιστορίας μπορεί να κάνει, είτε πρόκειται για υλικά είτε για πνευματικά μέσα.

Στο μεταξύ, προκειμένου να αποσαφηνιστεί εξ αντιδιαστολής ένα θετικό σχέδιο ξεπεράσματος, αναμφίβολα δεν είναι κακό να καταδειχθεί στη σύγχρονη ιστορία ένας συντριπτικός διά της εις άτοπον απαγωγής συλλογισμός που προτρέπει τους ανθρώπους να απελευθερώσουν τον κόσμο από το εμπόρευμα και από το Κράτος. Από αυτή την άποψη, μας φαίνεται χρήσιμο να παραθέσουμε εδώ, ως απάντηση σε ορισμένες παρανοήσεις, ένα απόσπασμα του Ενημερωτικού Δελτίου που παρουσίαζε την απόπειρά μας για μια λεπτομερή περιγραφή του κυρίαρχου παραλογισμού.

“Ακόμα και όταν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη των οχλήσεων, πολύ σπάνια οδηγεί στα απαραίτητα συμπεράσματα: διότι αυτά δεν περιλαμβάνονται στην επέκτασή τους (πολύ πέρα από τη βιομηχανική μόλυνση μόνο) ούτε στην ενότητά τους (ως κεντρικής παραγωγής μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε πόλεμο ενάντια στις ίδιες τις δυνατότητές της). Ήταν σημαντικό λοιπόν να παρουσιάσουμε υπό το φως της αλήθειας τις αδιάκοπες προσπάθειες που καταβάλλουν αυτές οι κατακλυσμιαίες συνέπειες των πράξεών τους για να πείσουν τους ανθρώπους σχετικά με την ισχύ που έχουν αποκτήσει και να τους δείξουν ότι οι συμφορές τους δεν οφείλονται παρά μόνο στους ίδιους. Γιατί μέσα από τις πιο φρικτές επιβλαβείς συνέπειες μιας παραγωγής αλαζονικά χειραφετημένης από οποιαδήποτε φροντίδα για κάθε φυσική ισορροπία όπως και για κάθε προηγούμενη αρμονία ενός ανθρώπινου περιβάλλοντος, εξακολουθεί να είναι εφικτή η ελευθερία μιας εποχής που πλανάται καταστροφικά, και που βυθίζει μέσα στην ιστορική δυστυχία όσα παρέμεναν έξω από το πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας ή όσα διατηρούνταν από ένα παρελθόν που ήταν καλύτερο. Ιδού ένα επίτευγμα για το οποίο αυτή η κοινωνική οργάνωση δεν καυχιέται, και όμως είναι το μόνο αναμφισβήτητο. Θα προσπαθήσουμε να του δώσουμε τη δημοσιότητα που του αξίζει, χωρίς ωστόσο να έχουμε την αδυναμία να πιστεύουμε ότι βοηθώντας με αυτό το μέσο τους συγχρόνους μας να αναγνωρίσουν ότι φτιάχνουν, για τη δική τους δυστυχία, εξολοκλήρου τον κόσμο τους, θα μπορούσαμε κατά κάποιον τρόπο να τους αναγκάσουμε να τον φτιάξουν ελεύθερα: όποιος επιδιώκει την ελευθερία για οτιδήποτε άλλο εκτός από την ίδια αξίζει την υποτέλεια.”

ABADIE

Έχει ξεχαστεί γενικά ότι αυτός ο Αμπαντί [Abadie, Paul] ήταν ο αρχιτέκτονας της Ιερής Καρδιάς, που επιβλήθηκε στο Παρίσι προκειμένου αυτό να τιμωρηθεί για την Κομμούνα. Ωστόσο, ο λόγος που θέλουμε να το ξαναθυμηθούμε δεν είναι για να εξετάσουμε την παραγωγή αυτού του κυρίου, που ήταν τόσο φτωχή όσο του επέτρεπε ο καιρός του, δηλαδή πάρα πολύ, αλλά για να αναλογιστούμε μέσω αυτού του κτιρίου τη μορφή που μια εποχή αντεπανάστασης επιλέγει να δώσει στην κυριαρχία της.

Ένας από τους πρώτους εφημέριους αυτού του τόπου όπου τοποθετήθηκε αυτό το ωχρό πρόσθεμα που ονομάζεται “Ιερή Καρδιά” [Sacré-Cœur] της Μονμάρτρης, το οποίο ανέλαβε να καταστήσει ορατή στο παρισινό τοπίο μια από τις κορυφές της αντεπανάστασης, ομολογούσε τον περασμένο αιώνα: “Το 1876, μόλις πέντε χρόνια μετά την Κομμούνα, ο πληθυσμός εξακολουθούσε να βράζει από τα μίση και τις εξεγέρσεις που είχαν πλημμυρίσει την καρδιά του, είχαν συνταράξει την ψυχή  του και είχαν οπλίσει το χέρι του. Η θέα ενός ράσου, το συναπάντημα με έναν ιερέα έφερναν την προσβολή και τη βλασφημία στα χείλη του. Δεν ήταν συνετό να τριγυρνάει κανείς ορισμένες ώρες της ημέρας στα στενά, ανηφορικά και ελικοειδή δρομάκια που οδηγούσαν στον Λόφο. Αυτός ο πληθυσμός είχε παραστεί, και ίσως είχε συμμετάσχει στην εκτέλεση των στρατηγών Λεκόντ [Lecomte, Claude] και Κλεμάν-Τομά [Clément-Thomas, Jacques Leon]. Στην οδό Τριανταφυλλιών [Rosiers], που δεν είχε μετονομαστεί ακόμα, έδειχναν τις αιματοβαμμένες πλάκες πάνω στις οποίες αυτός ο τελευταίος είχε ποδοπατηθεί και τα ίχνη από τις σφαίρες που τον είχαν χτυπήσει.” (E. Μπαφί, Ο Καλός Πατέρας Λωράν-Αχιλλέας Ρε[1].) Προσπαθώντας να απωθήσει από τη μνήμη της τον φόβο της συντριβής της που διαφάνηκε κατά τη διάρκεια αυτής της σύντομης ιστορικής στιγμής, η εκδικητική αστική τάξη ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Αμπαντί να ανεγείρει στο πίσω μέρος του Παρισιού αυτό το εξιλαστήριο ηθοπλαστικό μνημείο, ένα “ιερό αλεξικέραυνο” προοριζόμενο να εξορκίσει την πόλη από επαναστατικούς κεραυνοβολισμούς.

Σύμβολο της επιστροφής στην τάξη και στην εργασία, το “κέντρο Πομπιντού” που φυτεύτηκε εκατό χρόνια αργότερα στην καρδιά του Παρισιού σηματοδοτεί επίσης στη σάρκα του την πραγματικότητα της ήττας του. Ωστόσο, κατά τους μήνες που ακολούθησαν τον Μάη του 68, δεν θα ήταν συνετό ούτε για έναν κοινωνιολόγο ή νεο-καλλιτέχνη να παρουσιάζεται ως τέτοιος στον λαβύρινθο των οδών Μπραντόμ [Brantôme], Μαυριτανού [Maure] ή Κενκαμπουά [Quincampoix], που εξαφανίστηκε έκτοτε από την κατασκευή αυτού του κυρίως πιάτου της επίσημης κουλτούρας και των άθλιων ορεκτικών που το συνοδεύουν. Οι ίδιοι συνδαιτυμόνες που εκείνο τον καιρό φιλονικούσαν ήδη τόσο θορυβωδώς μέσα στο παχνί της επαναφομοίωσης μπορούν πλέον να βρουν ένα μέρος για να περιθάλψουν το γεροντικό πολιτιστικό έλκος τους. Κάθε εποχή υλοποιεί στον χώρο της πόλης το σχέδιο που την ενσαρκώνει. Τούτη εδώ θα επιλέξει να παραδώσει αυτό το τμήμα εκείνου που ήταν το Παρίσι στους ζουάβους της κουλτούρας που παρελαύνουν ακατάπαυστα μέσα σε αυτόν τον σωρό από παλιοσίδερα και σωλήνες που προσφέρεται τόσο γενναιόδωρα στους Παριζιάνους για να τους κάνει να ξεχάσουν όσα άφησαν να τους διαφύγουν τον μήνα του Μάη του 1968. Από την κορυφή αυτού του Λόφου που βλέπει στο Παρίσι, ο Αμπαντί είχε προσπαθήσει να απολιθώσει το “εθνικό τάμα” όλων εκείνων των επαρχιωτών που τρόμαζαν από τους επαναστάτες μιας πόλης που επιχειρούσε να ξεπεράσει αυτό που είχε αναλάβει το 1789. “Οι περίοδοι αναταραχής, αβεβαιότητας και πολέμου προκαλούν πάντα μια ανανέωση του ζήλου και της ευσέβειας”, εκμυστηρευόταν με ικανοποίηση ο επίσκοπος Γκιμπέρ [Guibert, Joseph Hippolyte], κύριος υπέρμαχος αυτού του πτώματος όπου αποκρυσταλλώνονταν όλες οι καθυστερήσεις και η ψευδής συνείδηση ενός παγωμένου χρόνου, προϊόντα μιας ήττας που έπρεπε να καταστεί παραδειγματική. Η πιο νοσταλγική δεξιά βλέπει λοιπόν στον πυθμένα του σάκου της θρησκείας μια ελπίδα παλινόρθωσης της αμετάκλητα φθαρμένης τάξης της. Τα παλιά κόλπα μιας ξέπνοης θρησκοληψίας ανασύρονται για τις ανάγκες της υπόθεσης. Μετά τις θρησκευτικές εκστάσεις κάποιας Αντέλ Γκαρνιέ [Adèle Garnier], μια ανακαινισμένη “θεία ευχαριστία” εκτίθεται νυχθημερόν στις προθήκες του παλιού χριστιανικού βωμού γύρω από τον οποίο συγκεντρώνονται νέες στρατιές προσκυνητών. Σήμερα, στην καρδιά της πόλης, μεταξύ Αλ [Halles] και Μαραί [Marais], οι αρχιτέκτονες Πιάνο [Piano, Renzo] και Ρότζερς [Rogers, Richard] έχτισαν αυτό το άλλο “τάμα” στις πολιτιστικές ορμόνες το οποίο “επιθυμούσε διακαώς” ένας άνθρωπος του Κράτους που, και αυτός επίσης, όπως όλοι οι κύριοι Θιέρσοι που διαδέχονται ο ένας τον άλλον, δεν θα μπορούσε παρά μόνο να μισεί το Παρίσι, τους δρόμους του, τους κατοίκους του που απείλησαν για άλλη μια φορά να ξεφορτωθούν το γέρικο κουφάρι της κοινωνικής καταπίεσης. Το ζητούμενο εδώ ήταν να δημιουργηθεί η ανανέωση του αγοραίου ζήλου και της καλλιτεχνικής αφοσίωσης προς αυτή την κοινωνία που ανακάλυπτε στο παλιό ράφι με το πολιτιστικό τυρί τα νέα τεχνάσματα της αποπλάνησης. Σε αυτό το “εθνικό πολιτιστικό ίδρυμα που διαθέτει νομική προσωπικότητα και οικονομική αυτονομία” εκτίθενται επίσης, αργά τη νύχτα, πάνω σε πέντε εκτάρια κρατικής μοκέτας, τα συντρίμμια της μη-σκέψης μιας εποχής που αναζητάει αδιάκοπα τα χαμένα γούστα της. Αυτό είναι αρκετό για να απομυζήσει το πάντα μεγάλο πλήθος εκείνων των μαγεμένων από τη σύγχρονη αλλοτρίωση στους οποίους παρουσιάζεται ως το Άγιο Πνεύμα της εποχής. Στην περιφορά των ιδεών και των προσώπων αυτής της μνημειώδους βιτρίνας βρίσκονται οι νέες λωρίδες Μέμπιους της μονόδρομης επικοινωνίας που δεν σταματάνε να λειτουργούν μέσα στις συσπάσεις της “τεχνο-επιστήμης”  και της τέχνης της αυταρέσκειας, παρουσιαζόμενες πρόσφατα ως περιπλάνηση στους αναπόφευκτους κοσμικούς λακέδες και στους πρώην αριστερούς που δεν έχουν γίνει ακόμα γραμματείς του Κράτους ή επιστημονικοί και πολιτιστικοί σύμβουλοι για τη χειραγώγηση των μαζών και τον βιασμό του πλήθους από την πολιτική προπαγάνδα. Όχι μακριά από έναν Μπουλέζ [Boulez, Pierre], κλεισμένο μέσα στο ατονικό μπετόν του ιδιωτικού καταφυγίου του, βρίσκονται συγκεντρωμένα μέσα σε ένα παρόμοιο σκουριασμένο κλουβί τα διάφορα προϊόντα αυτής της βαρετής παιδιάστικης παλινδρόμησης της τέχνης και της σύγχρονης σκέψης.

“Μόνο κατά τον μήνα Ιούνιο του 1936, οι νυχτερινοί προσκυνητές, που αριθμούσαν τους 2.620, παρείχαν 6.380 ώρες νυχτερινής λατρείας. Κατά τον ίδιο μήνα, οι προσκυνήτριες πρόσφεραν 6.852 ώρες ημερήσιας λατρείας”, αποκαλύπτει ο Πωλ Λεζούρ στο εγκώμιό του για την Ιερή Καρδιά της Μονμάρτρης (Ο Ιερός Λόφος, 1937[2]). “Περίπου πενήντα χιλιάδες επισκέπτες επέλεξαν το εισιτήριο διαρκείας και, κατά τα τρία πρώτα χρόνια, πάνω από 18 εκατομμύρια άτομα επισκέφτηκαν το Κέντρο. Τρία χρόνια έντονης δραστηριότητας: περίπου 250 εκθέσεις, πολλές συναυλίες και μουσικά εργαστήρια, πάνω από 500 συζητήσεις, θεατρικές παραστάσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, προσφέροντας σε νέους δημιουργούς, φιλοσόφους, ποιητές, εκδότες μια σκηνή, ένα βήμα, ένα κοινό” δήλωνε θριαμβευτικά ο πρόεδρός του Μιλιέ [Millier, Jean] στις δημοσιογραφικές μύγες.

Καλύτερα από τον Αμπαντί και τον άρχοντά του Γκιμπέρ, όλη η αφρόκρεμα της θεαματικής κουλτούρας του Παρισιού συγκεντρώνεται πράγματι εκεί για να παραποιήσει την ιστορία και να βυθίσει τους κατοίκους του στη λήθη. Το Παρίσι δολοφονήθηκε και οι Βερσαλλιέζοι της κουλτούρας μπορούν να διακηρύττουν ανενδοίαστα το μίσος τους για την ιστορική πόλη· εκεί όπου χτυπούσε η καρδιά της παρουσιάζουν σήμερα μια έκθεση που αναδεικνύει ως αποκορύφωμα της μεταμοντερνικότητας τη μη-πόλη του Λος Άντζελες: “Δεν είναι ούτε πόλη ούτε ύπαιθρος, ούτε έρημος. Η αντίθεση μεταξύ ενός κέντρου και μιας περιφέρειας εξαφανίζεται, το ίδιο και αυτή μεταξύ του εντός (της πόλης των ανθρώπων) και του εκτός (της φύσης)… Είναι μάλλον ένα νεφέλωμα, όπου τα υλικά (κτίρια, οδικό δίκτυο) αποτελούν μετασταθείς καταστάσεις μιας ενέργειας. Οι δρόμοι, οι λεωφόροι είναι χωρίς πρόσοψη. Οι πληροφορίες κυκλοφορούν μέσω ακτινοβολίας και αόρατων διεπαφών” σαλιαρίζει μέσα στην αρχιτεκτονική έκστασή του κάποιος Ζαν Λωνέ [Jean Launay] αναζητώντας ένα “τοπίο ζώνης που ξετυλίγεται, που κυλάει, και που γίνεται συναρπαστικό επειδή είναι άσχημο” (le Monde, 28 Μαρτίου 1985).

Άλμπρεχτ Ντύρερ: Σχέδιο μνημείου στους νικημένους χωρικούς – 1525

ABAISSEMENT
(ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ)

Την ίδια στιγμή που η κυριαρχία επιδιώκει να υποβαθμίσει τα πάντα για να διαιωνιστεί, βυθίζεται η ίδια στο ιστορικό ασυνείδητο που βρίσκεται στη βάση της. Από τη μια πλευρά, στους υπηκόους της, το αίσθημα μιας καθολικής αποστέρησης απέναντι σε ένα πανίσχυρο και ανεξέλεγκτο σύστημα, και ο φόβος που το συνοδεύει, συντηρούν την υποταγή, καθώς έχει χαθεί ο σεβασμός για τους ανθρώπους και τις τάξεις που διευθύνουν αυτό το σύστημα. Από την άλλη πλευρά, όλοι αυτοί που επιχειρούν να διατηρήσουν τον πληθυσμό μέσα στην πραγματικότητα της υποτέλειάς του και στη φαινομενικότητατων πολιτικών δικαιωμάτων του, και που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι είναι αφέντες αυτού του κόσμου, υπόκεινται με τη σειρά τους στις επιπτώσεις αυτών των νέων μορφών κυριαρχίας: οι δυνάμεις της αντιδιαλεκτικής ψευδούς συνείδησης που έχουν εξαπολύσει τους υποβαθμίζουν στο ίδιο επίπεδο με εκείνες τις μηχανές στις οποίες εμπιστεύονται τώρα τη μοίρα τους.

Ο Τοκβίλ αναρωτιόταν στο Περί της δημοκρατίας στην Αμερική [3] “ποιο είδος δεσποτισμού πρέπει να φοβούνται τα δημοκρατικά έθνη”· και έγραφε, αφού είχε αναφερθεί στις παλιές μορφές τυραννίας: “Φαίνεται ότι, αν ο δεσποτισμός εδραιωνόταν στα δημοκρατικά έθνη της εποχής μας, θα είχε άλλα χαρακτηριστικά: θα ήταν πιο εκτεταμένος και πιο μειλίχιος, και θα υποβάθμιζε τους ανθρώπους χωρίς να τους βασανίζει… Θέλω να φανταστώ με ποια νέα χαρακτηριστικά θα μπορούσε να εμφανιστεί ο δεσποτισμός μέσα στον κόσμο: βλέπω ένα αναρίθμητο πλήθος παρόμοιων και ίσων ανθρώπων που στρέφονται αδιάκοπα στους εαυτούς τους για να εξασφαλίσουν μικρές και χυδαίες απολαύσεις, με τις οποίες γεμίζουν την ψυχή τους. Καθένας από αυτούς, έχοντας αποσυρθεί παράμερα, είναι σαν ξένος προς το πεπρωμένο όλων των άλλων: τα παιδιά του και οι ιδιαίτεροι φίλοι του αποτελούν γι’ αυτόν όλο το ανθρώπινο είδος· όσο για τους υπόλοιπους συμπολίτες του, βρίσκεται δίπλα τους, αλλά δεν τους βλέπει· τους αγγίζει και δεν τους αισθάνεται καθόλου· δεν υπάρχει παρά μόνο αφ’ εαυτού και για τον εαυτό του, και, αν και του απομένει ακόμα μια οικογένεια, μπορεί τουλάχιστον να ειπωθεί ότι δεν έχει πια πατρίδα. Πάνω από αυτούς ανέρχεται μια τεράστια και προστατευτική εξουσία, που αναλαμβάνει από μόνη της να διασφαλίσει την ευχαρίστησή τους και να επιβλέπει τη μοίρα τους. Είναι απόλυτη, λεπτομερής, τακτική, προνοητική και μειλίχια. Θα έμοιαζε με την πατρική εξουσία αν, όπως εκείνη, είχε σκοπό να προετοιμάσει τα αγόρια για την ανδρική ηλικία· αλλά επιδιώκει, αντιθέτως, να τους καθηλώσει αμετάκλητα στην παιδικότητα… γιατί να μην μπορεί να τους απαλλάξει από την ταλαιπωρία να σκέφτονται και από τον κόπο να ζουν; Έτσι λοιπόν καθιστά κάθε μέρα λιγότερο χρήσιμη και πιο σπάνια τη χρήση της ελεύθερης κρίσης· περικλείει τη δραστηριότητα της βούλησης μέσα σε έναν πιο μικρό χώρο, και απογυμνώνει σιγά σιγά κάθε πολίτη ακόμα και από τη χρήση του… Πάντα πίστευα ότι αυτό το είδος υποτέλειας, ρυθμιζόμενο, μειλίχιο και ήρεμο, το οποίο μόλις απεικόνισα, θα μπορούσε να συνδυαστεί καλύτερα απ’ όσο φαντάζεται κανείς με ορισμένες από τις εξωτερικές μορφές της ελευθερίας, και ότι δεν θα του ήταν αδύνατο να εδραιωθεί ακόμα και στη σκιά της λαϊκής κυριαρχίας… Σε αυτό το σύστημα, οι πολίτες βγαίνουν μια στιγμή από την εξάρτηση για να υποδείξουν τον αφέντη τους, και επιστρέφουν σε αυτή… Ματαίως θα επιφορτίσετε αυτούς τους ίδιους πολίτες, τους οποίους καταστήσατε τόσο εξαρτημένους από την κεντρική εξουσία, να επιλέγουν κατά καιρούς τους αντιπροσώπους αυτής της εξουσίας· αυτή η τόσο σημαντική, αλλά τόσο σύντομη και τόσο σπάνια, χρήση της ελεύθερης κρίσης τους δεν θα εμποδίσει να χάσουν σιγά σιγά την ικανότητα να σκέφτονται, να αισθάνονται και να ενεργούν μόνοι τους, και να πέσουν έτσι σταδιακά κάτω από το επίπεδο της ανθρώπινης υπόστασης.”

Έτσι διαπιστώνονταν, από τις απαρχές της, τα δύο κύρια συστατικά στοιχεία της σύγχρονης υποβάθμισης: η απομόνωση των ατόμων, η οποία εξασφαλίζεται με την καταστροφή όλων των παλιών δεσμών αλληλεγγύης, που, καθιστώντας τα πλήρως εξαρτημένα, θεμελιώνει την πανταχού παρουσία της καταπίεσης· και ο τρόπος με τον οποίο αυτή μπορεί να συνδυαστεί, εξυπηρετώντας ακόμα περισσότερο την υποτέλεια, “με ορισμένες από τις εξωτερικές μορφές της ελευθερίας”, χάρη στο σύστημα της αντιπροσώπευσης. Αυτό που είχε διδάξει στον Τοκβίλ η μελέτη του αμερικανικού παραδείγματος, ως πρώτης υλοποίησης σε μεγάλη κλίμακα της αστικής δημοκρατίας που επινοήθηκε στην Ευρώπη, το έδειξε η ιστορία εξίσου αναπόδραστα: συμπλήρωσε απλώς τις αναλύσεις του ενισχύοντας την πολιτική απομόνωση του πολίτη με την κοινωνική απομόνωση του αποστερημένου εργαζόμενου· και, συνακόλουθα, τελειοποιώντας το σύστημα της αντιπροσώπευσης, που επεκτάθηκε σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής με την επαναφομοίωση της γραφειοκρατικοποιημένης εργατικής αντιπροσώπευσης.

Από τους φόβους κάποιου τόσο ελάχιστα ύποπτου για επαναστατικό εξτρεμισμό όσο ο Τοκβίλ (αρκεί να διαβάσει κανείς, στις Αναμνήσεις του, την έντρομη περιγραφή του για τον Μπλανκί [Blanqui, Louis-Auguste]), μπορούμε να κρίνουμε αυτούς που προβάλλονται σήμερα από τους διανοούμενους που συνεχίζουν ατάραχα να μιλάνε για δημοκρατία προκειμένου να υπερασπιστούν όσα διαιωνίζουν το όνομά της· παρότι ο νέος δεσποτισμός που διέβλεψε ο Τοκβίλ, και που δεν μοιάζει σε τίποτα με όσα προηγήθηκαν στον κόσμο, έχει γίνει μια τρομερά απτή πραγματικότητα, άμεσα αντιληπτή μέσα στην ολοένα αυξανόμενη αποστέρηση αυτών των “πολιτών” που έπεσαν “κάτω από το επίπεδο της ανθρώπινης υπόστασης”.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή που το θεαματικό εμπόρευμα έχει πραγματοποιήσει αυτό του οποίου η πολιτική δημοκρατία ήταν μόνο η σύλληψη, η υλική ισχύς που αναπτύχθηκε με αυτόν τον τρόπο έχει καταστρέψει αμετάκλητα οποιαδήποτε δυνατότητα σταθερότητας στην καταπίεση: η υποτέλεια των σύγχρονων “πολιτών” είναι κάθε άλλο παρά ήρεμη, και αν στρέφονται αδιάκοπα στους εαυτούς τους, το κάνουν μάλλον με σκοπό να προσπαθήσουν να ξεφύγουν από την καταστροφική υλοποίηση της μη-ελευθερίας τους, που καταλήγει να τους ακολουθεί ακόμα και μέσα στα οχυρά της άθλιας ιδιωτικότητάς τους για να τους φέρει αντιμέτωπους με αυτό το καθολικό, “το πεπρωμένο όλων των άλλων”, προς το οποίο υποτίθεται ότι παραμένουν ξένοι: “Ο τόπος έχει μια ειρωνικά ποιητική ονομασία: Love-Canal… Το 1947, μια εταιρεία χημικών προϊόντων, η Hooker Chemicals and Plastics Corporation, της οποίας η έδρα βρίσκεται στο Χιούστον, αγόρασε τη γη για να αποθηκεύσει εκεί τα απόβλητά της. Το 1952, είχε θάψει περίπου 22.000 τόνους. Το 1953, η Hooker παραχώρησε, έναντι ενός δολαρίου, τη γη σε ένα σχολικό συμβούλιο, με μια ρήτρα που αποποιούταν οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση που τα θαμμένα προϊόντα αποδεικνύονταν επιβλαβή. Το συμβούλιο κατασκεύασε ένα σχολείο και πούλησε την υπόλοιπη γη σε έναν εργολάβο που έχτισε εκεί ατομικές κατοικίες για οικογένειες με χαμηλό εισόδημα. Μεταξύ 1971 και 1977, καταρρακτώδεις βροχές έκαναν το κανάλι να ξεχειλίζει κατά περιόδους, φέρνοντας στο φως όσα οι ειδικοί αναγνώρισαν τελικά ως ογδόντα δύο διαφορετικά χημικά προϊόντα βιομηχανικής προέλευσης, εκ των οποίων έντεκα είχαν τη φήμη ότι είναι καρκινογόνα. Μεταξύ των τελευταίων, η διοξίνη κατείχε εξέχουσα θέση.” (le Monde, 24 Μαΐου 1980.)

Είδαμε λοιπόν με την ευκαιρία αυτών των τοξικών παραστρατημάτων και αναδύσεων να διαπρέπουν για μια ακόμα φορά όλες οι ειδικότητες που συνεργούν στη διαχείριση μιας κοινωνίας όπου η υποβάθμιση της τεράστιας πλειονότητας εγγυάται στους ειδήμονες ότι η υπεροχή της θεώρησής τους δεν θα αμφισβητηθεί. Είδαμε ειδικούς να αναγνωρίζουν τελικά αυτά τα προϊόντα αμφιβόλου φήμης που κάποιοι άλλοι ειδικοί, εκτός αν ήταν οι ίδιοι, είχαν αρχικά παρασκευάσει. Είδαμε το Κράτος να στρέφεται ενάρετα εναντίον της εταιρείας Hooker και να της ζητάει 125 εκατομμύρια ως αποζημίωση ενώ μαθαίναμε ότι αυτό το ίδιο ομοσπονδιακό Κράτος από την πλευρά του είχε εμπλουτίσει από το 1941 το υπέδαφος του Love-Canal χύνοντας εκεί άκρως τοξικά προϊόντα στρατιωτικής προέλευσης. Είδαμε έναν εκπρόσωπο της εταιρείας Hooker, με μια συλλογιστική μαύρου χιούμορ αντάξια ενός φυλλαδίου του Σουίφτ [Swift, Jonathan], να εξηγεί ότι η σημαντική αύξηση των χρωμοσωμικών ανωμαλιών και των περιπτώσεων καρκίνου μεταξύ των κατοίκων του Love-Canal θα μπορούσε να αποδοθεί στη δράση πολλών άλλων στοιχείων που υπάρχουν στο περιβάλλον τους. Και για να επιμείνουμε στα πολύ ιδιαίτερα θεμέλια πάνω στα οποία είναι χτισμένα τα σπίτια τους, είδαμε αυτή τη μετριοφροσύνη στην εκτίμηση της ειδικής συνεισφοράς της εταιρείας Hooker στο διαιτολόγιο των κατοίκων αυτής της περιοχής να επιβεβαιώνεται αμέσως από τις αποκαλύψεις σύμφωνα με τις οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν στις Ηνωμένες Πολιτείες άλλες 50.000 υπόγειες αποθήκες χημικών αποβλήτων, “ωρολογιακές βόμβες που περιμένουν να εκραγούν”· συμπεριλαμβανομένων 38 στην κομητεία του Νιαγάρα μόνο –όπου βρίσκεται το Love-Canal–, μεταξύ των οποίων τρεις πιο μεγάλες και ενδεχομένως πιο επικίνδυνες από την επίμαχη.

Είδαμε τέλος τους δημοσιογράφους, μαζί με τόσες αναμφισβήτητα αποκαλυπτικές πληροφορίες που παρέχονταν τόσο ψυχρά σαν να αφορούσαν έναν κατακλυσμό στο φεγγάρι, να μας αναμεταδίδουν για καλό και για κακό τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του εμπειρογνώμονα υπηρεσίας· στη Γαλλία, για παράδειγμα, τις εξής: “Είναι βέβαιο ότι η διοξίνη αποτελεί ένα τοξικό προϊόν. Αλλά όπως μας είπε η γιατρός Ζιζέλ Ριμπουλέ-Ντελμάς [Gisèle Riboulet-Delmas], τοξικολόγος στο νοσοκομείο Φερνάν-Βιντάλ [Fernand-Widal] στο Παρίσι, η διοξίνη δεν είναι αυτός ο αποκαλυπτικός ρύπος που περιγράφουν πολύ συχνά αδαή άτομα, και αποδομείται αργά μέσα στο έδαφος.” (“Μύθοι και πραγματικότητες για τη διοξίνη”, ό.π.)

Αυτό για το οποίο θα ελπίζαμε σε μια ταχύτερη αποδόμηση είναι η εμπιστοσύνη που εξακολουθούν να απολαμβάνουν από τα “αδαή” θύματά τους αυτοί οι ατάραχοι ειδήμονες που δεν βλέπουν ποτέ πέρα από τους αποσπασματικούς υπολογισμούς τους και δεν είναι καν σε θέση να προβλέψουν ένα ενδεχόμενο τόσο απλό όσο εκείνο των “καταρρακτωδών βροχών”. Γιατί αν η απώλεια της θεωρητικής ενότητας της επιστημονικής γνώσης αποτελεί ένα πρόβλημα πνευματικής αποθάρρυνσης για τους διαυγέστερους επιστήμονες, η πρακτική έλλειψη συνοχής της είναι ένα εντελώς υλικό πρόβλημα γι’ αυτούς που υφίστανται τα αποτελέσματα της γραφειοκρατικοποιημένης επιστήμης. Με την εμμονή της να μην εξετάζει ποτέ παρά μόνο απομονωμένα, σύμφωνα με το μοντέλο του εργαστηριακού πειράματος, τις διεργασίες που ενεργοποιεί σε μεγάλη κλίμακα στη φύση χωρίς να ανησυχεί για τις σωρευτικές επιπτώσεις και τις πιθανές αλληλεπιδράσεις, η πρακτική της σύγχρονης επιστήμης αποδεικνύεται ότι είναι λιγότερο ορθολογική, και σε κάθε περίπτωση ότι διαθέτει μια πολύ πιο καταστροφική ανορθολογικότητα, από την παλιά αλχημιστική σκέψη με την ποιητική αίσθησή της για την ενότητα της ύλης.

Αυτή η οξεία αντίδραση της διαλεκτικής του πραγματικού, με τη μορφή καταστροφικών συνδυασμών ανάμεσα σε πραγματικότητες που είναι χωριστά γνωστές, υπονομεύει ακόμα και την άσκηση του μοναδικού ταλέντου που έπρεπε μέχρι τώρα να αναγνωρίζεται στους ειδικούς, εκείνου του να κατανοούν πάντα πλήρως εκ των υστέρων τι έκαναν· και να το εξηγούν με μια ειδημοσύνη ικανή να εγείρει αμφιβολίες για την προγενέστερη ανευθυνότητά τους, εκτός αν συνέβαινε το αντίθετο. Έτσι στην Ισπανία, η επιδημία στην οποία δόθηκε αρχικά το όνομα της “άτυπης πνευμονίας” και έπειτα εκείνο του “τοξικού συνδρόμου”, αφού αποδόθηκε αποκλειστικά στην κατανάλωση ενός νοθευμένου λαδιού, φαίνεται σήμερα ότι οφείλει επίσης κάτι στη γερμανική χημεία με τη μορφή ενός φυτοφαρμάκου που παρασκευάζεται από την εταιρεία Bayer. Αυτή θα ήταν λοιπόν εδώ, στον τομέα της πιο άμεσης τοξικότητας, μια πραγματικότητα τόσο “άτυπη” όσο είναι από την πλευρά της η βουρβονική ισπανική δημοκρατία, για την οποία είναι γνωστό τι οφείλει, μαζί με τον Φελίπε Γκονθάλεθ [Felipe Gonzalez], στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Τα αντίστοιχα μερίδια της εγχώριας παραποίησης, που εξακολουθεί να είναι φτωχά χειροτεχνική, και της πολυεθνικής παρασκευής δηλητηρίου, που έχει φτάσει στο στάδιο της μεγάλης βιομηχανίας, δεν έχουν διευκρινιστεί ακόμα επακριβώς, αλλά ο συνδυασμός τους παρουσιάζεται ήδη ως τέλεια σύνοψη μιας εποχής που εμπεριέχει τα ελαττώματα και τις αλλοτριώσεις όλης της ιστορίας της ταξικής κοινωνίας, προσθέτοντας σε αυτή και μερικά άλλα. Ένας ισπανός γιατρός είπε σχετικά με το “τοξικό σύνδρομο” ότι η χώρα του είχε το προνόμιο να υφίσταται τις σωρευτικές επιπτώσεις των πιο αρχαϊκών και των πιο σύγχρονων ασθενειών. Αυτό το χαρακτηριστικό, που δεν είναι ίσως τόσο ιδιαίτερο για την Ισπανία στον τομέα των ασθενειών, είναι σε κάθε περίπτωση οικουμενικό όσον αφορά τα πιο εμφανώς κοινωνικά δεινά· αρχής γενομένης από τα μέσα της καταπίεσης, που συνδυάζονται σε όλη την επιφάνεια του πλανήτη σύμφωνα με τις παλιές τοπικές μεθόδους και τις σύγχρονες συνεισφορές των διάφορων πολυεθνικών της καταστολής. Έτσι, μέσα από κάθε είδους άτυπες κατασταλτικές πραγματικότητες (η Βραζιλία μπορεί κάλλιστα να ξαναγίνει δημοκρατία, όπως είναι η Ιταλία, με τα πολύ νόμιμα τάγματα θανάτου της), όπου συνεργούν οι πιο σύγχρονες και οι πιο αρχαϊκές τεχνικές κυριαρχίας, πολλαπλασιάζεται παγκοσμίως μια επαυξημένη υποτέλεια.

Είναι η ίδια δύναμη παραποίησης, που επενεργεί σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, και που έχει το κέντρο της σε έναν τρόπο παραγωγής που πρέπει να αποκρύβει ότι τον συνοδεύουν παντού ο θάνατος και η καταστροφή, είναι αυτή η δύναμη παραποίησης χωρίς προηγούμενο στην ιστορία που εμποδίζει τόσο τον χαρακτηρισμό ενός πολιτικού καθεστώτος όσο και τον προσδιορισμό μιας ασθένειας, και που καθιστά για τον καθένα την άμεσα βιωμένη πραγματικότητα κάτι εντελώς άτυπο. Είναι γνωστό πως οι χειραγωγοί της αντίληψης που προγραμματίζουν κυνικά την υποβάθμιση της γεύσης εκείνων που αποτελούν τους εξαναγκασμένους καταναλωτές της βιομηχανικά παραγόμενης τροφής καυχιούνται ότι μπορούν να τους κάνουν να καταπιούν οτιδήποτε, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται ορισμένα προσχήματα: οι δοκιμές τους δείχνουν πράγματι ότι μια πάστα φασολιών κατάλληλα αλεσμένη και χρωματισμένη μπορεί κάλλιστα να περάσει για πεπόνι, και αντιστρόφως. Και αφού οι άνθρωποι που τους χρησιμεύουν ως ινδικά χοιρίδια, στερημένοι από οποιοδήποτε απτό μέσο επίγνωσης και κατανόησης, αποδεικνύονται ανίκανοι να διακρίνουν τη διαφορά, αυτό δείχνει αναμφισβήτητα ότι η εκτίμησή τους είναι εντελώς υποκειμενική, δυνάμενη να επανεκπαιδευτεί· δεν βασίζεται σε κανένα από εκείνα τα αντικειμενικά δεδομένα που έχουν εκ των προτέρων καταργήσει ή χειραγωγήσει, και επομένως δεν τους βλάπτουν σε τίποτα στερώντας τους αυτά που τους κατέστησαν ανίκανους να εκτιμήσουν.

Ο ίδιος συλλογισμός διέπει, με την ίδια ακαταμάχητη λογική, όλες τις αναδιατάξεις της επιβίωσης. Το πεδίο που ανοίγει στην παραποίηση αυτή η ικανότητα ψευδαίσθησης που οι χειραγωγοί της αποκαλούν “υποκειμενικότητα” είναι προφανώς ακόμα ευρύτερο όταν πρόκειται, όχι πλέον για πραγματικότητες που προσφέρονται άμεσα στην αισθητηριακή αντίληψη, αλλά για εκείνες που συλλαμβάνονται με τη μεσολάβηση της γλώσσας, με τη μορφή γενικών κατηγοριών και αφηρημένων εννοιών: δηλαδή πρωτίστως τις κοινωνικές και ιστορικές πραγματικότητες. Βλέπουμε έτσι περισσότερο από ποτέ πόσο επίπονο είναι, όπως έλεγε ο Ντιντερό περιγράφοντας το έργο των πρώτων εγκυκλοπαιδιστών, να επιβεβαιώσουμε ότι τα ίδια πράγματα είναι τα ίδια, και πόσο να επιβεβαιώσουμε ότι κάποια άλλα, που φαίνονται πολύ διαφορετικά, δεν είναι διαφορετικά. Ειδάλλως, όπως ήταν σε θέση να διαπιστώσει, με την ικανοποίηση ενός υπέρμαχου του σύγχρονου κονφουζιονισμού, ο επιτήδειος Μπαρτ [Barthes, Roland]: “Η γλώσσα δεν είναι μόνο το προνόμιο του ανθρώπου, είναι επίσης η φυλακή του.” (Πρόλογος του λεξικού Hachette, 1980.) Η γλώσσα είναι μια φυλακή της οποίας οι δεσμοφύλακες είναι όλοι αυτοί που την χρησιμοποιούν για σκοπούς διαφορετικούς από την εξιχνίαση των ανθρώπινων δυνατοτήτων που καταπνίγονται σήμερα, όλοι οι κοινωνικά αποδεκτοί επαγγελματίες της γλώσσας.

Σε αντίθεση ακριβώς με τη μοντέρνα ποίηση, που είχε εξασκήσει, μέχρι την αυτοκαταστροφή, όλες τις δυνατότητες της γλώσσας για να καταδείξει εκεί στην πράξη μια υποδειγματική ανθρώπινη ελευθερία που κυβερνάει τις λέξεις και ανανεώνει το νόημά τους κατά την προαίρεσή της, η αποσυντεθειμένη γλώσσα της σύγχρονης κυριαρχίας δεν δείχνει, τόσο στην κουλτούρα όσο και στην πολιτική, παρά μόνο την ασύστολη αυθαιρεσία εκείνων που δεν είναι ποτέ υπόλογοι σε κανέναν και που μπορούν ατιμώρητα να λένε οτιδήποτε, εφόσον κυβερνάνε τα πράγματα και τα ανανεώνουν κατά την προαίρεσή τους. Αλλά επειδή δεν κυβερνάνε όντως τα πράγματα, και διεξάγουν τις επιχειρήσεις τους μέσα στην πιο απόλυτη σύγχυση, χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν, τα λόγια τους δεν εκφράζουν τόσο μια αλαζονική επιβεβαίωση του ελέγχου τους όσο τον ασυνάρτητο αυτοσχεδιασμό των δικαιολογιών τους. Έτσι, μπορεί να ειπωθεί ότι η έκφραση κατά κάποιο τρόπο απελευθερώθηκε, σε μια κοινωνία καθολικά υποδουλωμένη, αλλά μόνο για την ιδιαίτερη χρήση των ιδιοκτητών της· και επομένως για μια χρήση εξίσου φτωχή με την πραγματικότητα που κατέχουν.

Αυτή η αποσύνθεση κάθε γλώσσας κατάλληλης για τα γεγονότα παίρνει προφανώς μια ιδιαίτερα μπουρλέσκ τροπή όταν εκδηλώνεται στο πλαίσιο του πολιτικού ψεύδους, όπου η εμπειρία της εξαπάτησης είναι παλαιότερη από οπουδήποτε αλλού. Έτσι οι έννοιες με τη βοήθεια των οποίων κατασκευάζονται τα προσχήματα της δημοκρατικής συζήτησης που θέλουν να δείχνουν στις μάζες παραποιούνται σε τέτοιο βαθμό ώστε το νόημά τους μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο των πιο εξωφρενικών χειρισμών· με το αποκορύφωμα να έχει προφανώς επιτευχθεί με τη λέξη δημοκρατία, δεδομένου ότι το νόημά της ακριβώς διακυβεύτηκε, και εξαρτήθηκε από τα αποτελέσματα των ταξικών αγώνων, καθ’ όλη τη διάρκεια μιας ιστορίας που εμφανίζεται σήμερα ως ένα άλυτο αίνιγμα μέσα στον καθρέφτη ενός παραλυμένου παρόντος (βλ. το άρθρο Apathie).

Αλλά ας επιστρέψουμε στις δηλητηριασμένες υλικές βάσεις πάνω στις οποίες επιπλέουν τέτοιου είδους πανδημίες· σε αυτό το αμερικανικό προάστιο της διοξίνης που κατακλύζεται σταδιακά από μια περιφραγμένη no man’s land, εκείνη των σπιτιών που έχουν ήδη εκκενωθεί. Ακόμα και όταν άρχισε ξαφνικά να αποκαλύπτεται σε τόσους πολλούς ανθρώπους πάνω σε τι είδους απροκάλυπτα ρυπαρά θεμέλια είχαν οικοδομηθεί αυτά που τους χρησίμευαν ως κατοικίες, τι έκαναν, αυτοί οι δυστυχείς που πίστευαν ότι ήταν ιδιοκτήτες, ίσως ακόμα και ευτυχισμένοι, και ανακάλυπταν ότι ήταν “εκτοπισθέντες” έγκλειστοι μέσα σε μια χωματερή; Μετά από όλα όσα είχαν ήδη ανεχθεί –μερικοί μάλιστα ήταν πρώην υπάλληλοι της εταιρείας Hooker, και επομένως είχαν αγοράσει από αυτή τον θάνατό τους αφού της είχαν πουλήσει τη ζωή τους– ανέχθηκαν ακόμα και να αποστερηθούν τις ίδιες τις διαμαρτυρίες τους, να τις δουν να καταπνίγονται από τον θόρυβο της θεαματικής πληροφόρησης, της δραματοποιημένης ενορχήστρωσης των καταγγελιών τους που λίγες μέρες ή λίγες ώρες αργότερα θα τις καλύψει κάτω από μια νέα παρεμβολή της αμνησιακής ψευδο-επικαιρότητας. Και όταν αντιστάθηκαν στο Κράτος, αρνούμενοι τις νέες εκκενώσεις που αποφασίστηκαν αυταρχικά, το έκαναν και πάλι για να του ζητήσουν να αποζημιωθούν για τα σπίτια τους που δεν μπορούσαν να πωληθούν. Τι μπορούν να κάνουν, όταν ένας ετοιμόρροπος κόσμος παραπαίει και βυθίζεται μέσα στις χωματερές που παράγει σε ολοένα πιο άφθονες ποσότητες, όσοι επιμένουν να υποβαθμίζονται μαζί του και να προσκολλώνται στις άθλιες αποζημιώσεις που προσφέρει ως αντάλλαγμα; “Με διοξίνη ή χωρίς,  στο Love-Canal δεν έχουν αλλάξει και πολύ τις συνήθειές τους: χτένισαν το γκαζόν, γυάλισαν το ταχύπλοο, προπόνησαν τον μικρό στο μπέιζμπολ, έφαγαν κάτω από τον ήλιο μπροστά από την πόρτα του γκαράζ και μετά καρφώθηκαν μπροστά στην τηλεόραση για να παραδοθούν στους φόβους παρακολουθώντας Indiana Police.” (Le Monde, 29 Μαΐου 1980.)

Έτσι αυτό το “σύμπαν που είναι εντελώς απομονωμένο από τον εξωτερικό κόσμο και τις ανησυχίες του”, όπου “τα οικονομικά, πολιτικά ή στρατιωτικά προβλήματα, η απλή επικαιρότητα μοιάζουν μακρινά, πολύ μακρινά”, “το βασίλειο του τεχνητού, ο παράδεισος της διαφυγής όπου οι άνθρωποι γιορτάζουν τη χαρά τους να είναι με την οικογένεια και να μπορούν να ξεχνάνε τις έγνοιες τους” (le Monde, 4 Οκτωβρίου1980), δεν περιορίζεται στην Disneyworld για την οποία γίνεται λόγος εν προκειμένω. Αυτό το σύμπαν της ψευδαίσθησης επεκτείνεται παντού όπου υπάρχει ανάγκη για ψευδαισθήσεις, παντού όπου χρειάζεται κανείς να απομονωθεί από τον εξωτερικό κόσμο επειδή αυτός έχει καταληφθεί από το οικονομικό δεινό, παντού όπου λόγω της αδυναμίας να προστατευτεί κανείς από τις οχλήσεις μπορεί τουλάχιστον να επιχειρήσει να προστατευτεί από την αντίληψή τους, δηλαδή ακριβώς παντού.

Γιατί στην κατασταλτική λογική της υποβάθμισης, η υποταγή καθιστά αναγκαίο τον εξευτελισμό που, ως αντάλλαγμα, την ενισχύει: ο υποτελής θεατής δεν έχει άλλη διέξοδο, όταν αυτό που ήταν ουσιαστικά no man’s land γίνεται και καταφανώς, παρά μόνο να προσπαθήσει απεγνωσμένα να συμπεριφερθεί σαν να μη συνέβαινε τίποτα, και γι’ αυτό να αυξάνει συνεχώς τις δόσεις των κάθε είδους αναισθητικών. Για παράδειγμα, σε αυτό που έχει γίνει ένας δρόμος, γιατί να μη μετακινείται κάποιος με τον ηχητικό μανδύα ενός walkman, εφόσον δεν υπάρχει παρά μόνο η σιωπή των πεζών για να ακούσει, και δεν υπάρχουν παρά μόνο αυτοκίνητα για να συναντήσει; Μπορούμε λοιπόν να αναγνωρίσουμε μια ορισμένη συνοχή σε αυτό το σύστημα που αναλαμβάνει παντού να κάνει την ψευδαίσθηση προτιμότερη από την πραγματικότητα, και που δικαιολογεί αυτή την επιλογή καθιστώντας όλες τις πραγματικότητες τόσο απαίσιες. Η κατασκευή φίλτρων, που προστατεύουν από την αίσθηση των οχλήσεων, και την εμποδίζουν έτσι να γίνει ένας παράγοντας εξέγερσης, τείνει να συνθέσει ένα περιβάλλον όπου, όπως επιχαίρει ανοιχτά ένας διάσημος παραποιητής, “γίνεται αδύνατο να γνωρίζει κανείς τι είναι πραγματικό και τι δεν είναι, τι είναι υπαρκτό και τι δεν είναι” (Λυοτάρ [Lyotard, Jean-François‎], αναφορικά με την έκθεσή του “Τα Άυλα” [“Les Immatériaux”], Libération, 28 Μαρτίου 1985). Σε αυτή την επανεκπαίδευση της αντίληψης από την εμπορευματική παραγωγή και το δικό της “βασίλειο του τεχνητού”, η όραση είναι βέβαια αυτή που κολακεύεται και κακοποιείται περισσότερο από όλες τις αισθήσεις· αλλά υπάρχει ίσως επίσης μια αίσθηση λιγότερο αφηρημένη και πιο ζωώδης που προσελκύεται από υποκατάστατα προϊόντα τα οποία συγκαλύπτουν μια παραποιημένη πραγματικότητα. Έτσι μάθαμε πριν μερικά χρόνια ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες η εταιρεία “Γεύσεις και Οσμές όλων των ειδών” είχε καταφέρει να συνθέσει, μεταξύ άλλων, “την ακαταμάχητη μυρωδιά των γλυκισμάτων που βγαίνουν από τον φούρνο και της σοκολάτας που είναι ακόμα ζεστή”, προς χρήση από εκείνα τα φαινομενικά αρτοποιεία που λειτουργούν ως αποθήκες για τους κατασκευαστές βιομηχανικών γλυκών. «Αυτά τα “αερολύματα” περιέχονται μέσα σε “ψεκαστήρες” που ενεργοποιεί ένας ειδικός μηχανισμός σε τακτά διαστήματα για “να δελεάσει τον πελάτη”.» (Le Monde, 22-23 Απριλίου 1979.)

Από εδώ μυριζόμαστε τα πολυάριθμα πεδία εφαρμογής που ανοίγονται σε αυτή την τεχνική της οσφρητικής παραποίησης: εκ του προχείρου, και χωρίς καν να διαθέτουμε σε παγκόσμια κλίμακα εκείνο το «πραγματικό “μητρώο οσφρητικών οχλήσεων” (…) που εκπονεί μέσω επαγγελματιών οσμοανιχνευτών ο δήμος του Μάνχαϊμ (Βάδη-Βυρτεμβέργη), “μητρώο” βάσει του οποίου θα συμπεριληφθεί στο νέο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης η κατασκευή “αντιοσμητικών έργων”» (Le Monde, 22-23 Ιουλίου 1979), μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι όλα τα αρώματα της Αραβίας, δηλαδή της πετροχημείας, δεν θα καθάριζαν έναν τρόπο παραγωγής που δεν θα πετύχει έτσι ποτέ παρά μόνο μια επαυξημένη δυσωδία. Και καθώς περιμένουμε να μάθουμε να διακρίνουμε, υπό την καθοδήγηση “επαγγελματιών οσμοανιχνευτών”, αυτές τις νέες αναθυμιάσεις, διοξίνη με άρωμα βιολέτας ή ατμούς χρωμίου με άρωμα άνθους ροδάκινου, μπορούμε ήδη να κάνουμε τρεις σκέψεις. Πρώτα απ’ όλα ότι αυτός ο κόσμος όπου τα πράγματα αρωματίζονται είναι επίσης εκείνος όπου, για να μην τα ενοχλούν μάλλον, οι άνθρωποι που τα υπηρετούν κάνουν χρήση αποσμητικών. Έπειτα ότι η βιομηχανία συνθετικών αρωμάτων δεν θα παραλείψει να διαχύσει νέα δηλητήρια εκτός από αυτά που προσπαθεί να αποκρύψει. Και τέλος ότι εδώ όπως και αλλού, τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται δείχνουν πως οι ειδικοί της τεχνητής επιβίωσης έχουν ως μοναδική προοπτική να συγκαλύψουν τα συμπτώματα για να σώσουν την ασθένεια.

Οι διαχειριστές της μόλυνσης μας υπόσχονται λοιπόν να εξαφανίσουν το “νέφος”, για παράδειγμα, ώστε να μας δηλητηριάζουν με πιο τακτικές και  κυρίως λιγότερο ορατές δόσεις. Γιατί βεβαίως, αυτό που για την οργάνωση της φαινομενικότητας αποκαλείται “καταπολέμηση της μόλυνσης”, είναι η προσπάθεια να διατηρηθεί αυτή κάτω από ένα όριο ανοχής που ορίζει αποκλειστικά η δυνατότητα χειραγώγησης της κοινής αντίληψης· με την άμεση αίσθηση των οχλήσεων να μην εκφράζεται τελικά παρά μόνο ως ασθένεια που, από το άγχος μέχρι τον καρκίνο, θα ενίσχυε ακόμα περισσότερο τον εκβιασμό που ασκούν οι ειδικοί και τα φάρμακά τους. Φάρμακα παροδικής αποτελεσματικότητας και μόνιμης βλαπτικότητας τα οποία αποτελούν αντάξια προϊόντα μιας κοινωνίας που, για να διαιωνίσει την υποβάθμιση και να κάνει τους ανθρώπους να ζουν κάτω από τις δυνατότητές τους, πρέπει και η ίδια να επιβιώνει με τεχνάσματα· σαν αυτό το φαρμακευτικό προϊόν που, όπως φαίνεται, “αποτελεί την αιχμή του αγώνα για την καταπολέμηση της αμοιβαδικής δυσεντερίας”: “Στην Ιαπωνία, όπου αυτές οι παθήσεις είναι τόσο διαδεδομένες όσο οι καρδιακές διαταραχές στη Δύση, η κλιοκινόλη στην αρχή έκανε θαύματα. Αλλά εκεί έδειξε επίσης το δεύτερο πρόσωπό της”. Προτού συνδέσουν οι ερευνητές αυτό το δεύτερο πρόσωπο με το πρώτο, η “νέα ασθένεια” (“Προκαλεί τύφλωση, παραλύει τα πόδια. Μερικές φορές σκοτώνει.”) “είχε τον χρόνο να προκαλέσει χίλιους νεκρούς και τριάντα χιλιάδες αναπήρους”. Για να είναι αυτό το θαυμάσιο φάρμακο αναμφίβολα υποδειγματικό, το μόνο που του έλειπε ήταν να υιοθετήσει στη συνέχεια ένα άλλο πρόσωπο, μια νέα μάσκα: “Ένας εξαπατημένος παριζιάνος παθολόγος, που διέκοψε τις θεραπείες με βάση την κλιοκινόλη για τους πελάτες του, αγνοούσε ότι τα νέα προϊόντα που συνιστούσε την περιείχαν με άλλη ονομασία.” (L’ Express, 3-9 Φεβρουαρίου 1979.)

Αυτό το “δεύτερο πρόσωπο” όλων των θαυμάτων που μπορεί να παράγει αυτός ο κόσμος, εκείνο ενός επιδεινούμενου τρόμου, εμφανίζεται κάθε φορά που θρυμματίζεται το κίβδηλο ντεκόρ που αποτελούσε την αιχμή της ψευδαίσθησης. Έτσι, στην Ιαπωνία και πάλι με την οποία εκστασιάζονται όλοι οι ενθουσιώδεις υποστηρικτές μιας πλύσης εγκεφάλου επιστημονικής φαντασίας (“Ιαπωνία: το μέλλον είναι ωραίο σαν ένα ρομπότ” τιτλοφορείται η Libération αναφερόμενη στην έκθεση “Τεχνολογίες του μέλλοντος” της Τσουκούμπα [Tsukuba]), έχουμε την ευκαιρία ενίοτε να διαπιστώσουμε πώς η εκσυγχρονισμένη αλλοτρίωση, το 1984, θεμελιώνει το παρόν της στις πιο παλιές καταπιεστικές πραγματικότητες: “…μια έκθεση της ιαπωνικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών… αναφέρει ότι το 80% των τριακοσίων είκοσι χιλιάδων ατόμων που νοσηλεύονται σε αυτά τα ιδρύματα” –τα ψυχιατρικά νοσοκομεία– “βρέθηκαν εκεί χωρίς τη θέλησή τους και ότι η διάρκεια αυτής της αναγκαστικής νοσηλείας είναι εξίμισι χρόνια κατά μέσο όρο. Οι έγκλειστοι είναι αβοήθητοι, χωρίς να μπορούν συνήθως να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο ή να ζητήσουν τη βοήθεια ενός δικηγόρου… Η κυρία Σέι [Shea] παραθέτει, μεταξύ άλλων, την περίπτωση του νοσοκομείου Ουτσουνόμιγια [Utsunomiya]… όπου, κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών, διακόσιοι είκοσι δύο ασθενείς που κακοποιούνταν, ξυλοκοπούνταν, ναρκώνονταν και ενίοτε υποχρεώνονταν να παρέχουν καταναγκαστική εργασία σε ένα εργοστάσιο κατεψυγμένων προϊόντων που ανήκε σε έναν από τους ψυχιάτρους του ιδρύματος, βρήκαν τον θάνατο.” (Le Monde, 18 Αυγούστου 1984.) Βέβαια, όταν ξεπερνιούνται πολύ εμφανώς ορισμένα όρια, οι ρυθμιστές του συστήματος θα στραφούν ενάντια στους υπεύθυνους γι’ αυτές τις υπερβολές, είτε πρόκειται για τοξικά φάρμακα είτε για νοσοκομεία που προσιδιάζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά η κανονική λειτουργία της καταπίεσης περιέχει τα ίδια συστατικά “με άλλη ονομασία”. Και η υποτέλεια μπορεί ακόμα περισσότερο να αποκαλείται με άλλο όνομα στον βαθμό που η υποβάθμιση των πνευμάτων την κάνει όχι μόνο να γίνεται αποδεκτή, αλλά ακόμα και να διαφημίζεται. “Το μυστικό του μάνατζμεντ είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ικανού να απελευθερώσει τον άνθρωπο από οτιδήποτε αναστατώνει την ψυχή του –αμφιβολία, επιθετικότητα, αστάθεια–, να αναδείξει το θετικό: την επιθυμία του”, μπορεί λοιπόν να δηλώνει ο Ιναμόρι [Inamori, Kazuo], το αφεντικό μιας επιχείρησης, της Kyocera, που θεωρείται “η νούμερο ένα επιχείρηση της χώρας”. Αλλά σε αυτή την ανάδειξη του θετικού, το πιο σύγχρονο –η κατασκευή κεραμικών καλυμμάτων που προστατεύει τα “τσιπ” από πυρίτιο που χρησιμοποιούνται στα ηλεκτρονικά είδη– περιέχει το πιο αρχαϊκό, τη θρησκευτική υποταγή: «Οι άλλες εταιρείες εγγυώνται την εφ’ όρου ζωής απασχόληση; Με τον Ιναμόρι, μπορεί κανείς να υπογράψει για μια αιωνιότητα: με την αποτέφρωσή του στο νεκροταφείο που δημιούργησε στον ναό Εμ-που-κούτζι [Empu-ku-ji]. Κοντά στα κεντρικά γραφεία. “Η Kyocera είναι μια κοινότητα με αρκετά υψηλό πνευματικό επίπεδο”, σχολιάζει ο Ιναμόρι όταν ερωτάται σχετικά με την αξιοθαύμαστη αφοσίωση των υπαλλήλων του. Μια πνευματικότητα που καλλιεργείται από τα “κόμπας” [kompas], συναντήσεις μετά τη δουλειά, όπου μοιράζονται μερικά ποτά συζητώντας για το νόημα της ζωής, για τη φιλοσοφία Kyocera, “την εγκατάλειψη του εγωισμού και την αφοσίωση”.» (Libération, 21 Μαρτίου 1985.) Είναι ευνόητο ότι οι πρώην μαοϊκοί της Libération δεν αισθάνονται πλέον ότι προπορεύονται αυτής της επιτυχημένης ένωσης της αφοσίωσης και της τεχνολογίας.

Έτσι η στρατιωτικοποίηση της εργασίας (“…κάθε πρωί, όλοι ακούνε, σε στάση προσοχής, τις εντολές της ημέρας που γνωστοποιούνται από τους αρχηγούς της ομάδας. Όλα τελειώνουν με έναν στρατιωτικό χαιρετισμό”), αυτή η στρατιωτικοποίηση που ήταν τόσο αγαπητή στον Τρότσκι, μπορεί να επιτευχθεί στην Ιαπωνία, χωρίς αστυνομικό τρόμο ή μπολσεβίκικο κόμμα, αλλά ενσωματώνοντας στο μάνατζμεντ τις παλιές τεχνικές της θρησκευτικής οροθέτησης. Προωθώντας ακόμα περισσότερο τις φιλοδοξίες του ως προς την κατάπνιξη του αρνητικού, ο Ιναμόρι φτάνει μέχρι το σημείο να λέει: “Ο λαός μας είναι σε θέση να καταλάβει ταυτόχρονα τον λόγο που προέρχεται από τη Δύση, και την πνευματικότητα που αποτελεί τη δική μας κληρονομιά της Ανατολής. Με αυτή την έννοια, η Ιαπωνία μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο για όλους εκείνους που αναζητούν την αρμονία μεταξύ επιστήμης και πνευματικότητας…” (ό.π.). Σε αντίθεση με το σχέδιο του ξεπεράσματος της αντίθεσης Δύσης-Ανατολής (ιστορική συνείδηση-κοσμική συνείδηση, ανεπίστρεπτος χρόνος-κυκλικός χρόνος, κ.λπ.) που στοιχειώνει ένα ολόκληρο μέρος της ευαισθησίας αυτού του αιώνα, για παράδειγμα στον Μπρετόν [Breton, André] ή στον Μούζιλ [Musil, Robert], ένα τέτοιο πρότυπο κατασταλτικής αρμονίας “μεταξύ επιστήμης και πνευματικότητας” θα επιβεβαίωνε τη συγχώνευση των αλλοτριωτικών πλευρών τόσο της μιας όσο και της άλλης παράδοσης (βλ. το άρθρο Atemporalité). Αυτό είναι σίγουρα κάτι το οποίο δικαίως ονειρεύεται η αστυνομική μέριμνα που επιθυμεί να “απελευθερώσει τον άνθρωπο από οτιδήποτε αναστατώνει την ψυχή του”, να αναισθητοποιήσει μέσα στη συνείδηση αυτή τη βία που προέρχεται από την ίδια, κάθε “αμφιβολία, επιθετικότητα, αστάθεια”, τη βία με την οποία καταστρέφει κάθε περιορισμένη ευχαρίστηση, και ακόμα πιο εύκολα τις αποζημιώσεις που την υποκαθιστούν.

Ας αναλογιστεί ο αναγνώστης που θα άρχιζε να κουράζεται από τις παρεκβάσεις αυτής της έκθεσης την ατελείωτη ποικιλία των μορφών που παίρνει σήμερα η υποβάθμιση, τις αναρίθμητες σχέσεις που διατηρούν μεταξύ τους, τη συνεχή ανανέωσή τους, με δυο λόγια αυτή την καθολικότητα της ποταπότητας, που είναι τέτοια ώστε αν ήθελε κάποιος να συμπεριλάβει σε αυτό το άρθρο όλα όσα μπορεί αρκετά εύλογα να αναμένει ότι θα βρει εδώ, θα επεκτεινόταν δυσανάλογα, μέχρι το σημείο να αποτελεί από μόνο του μια πραγματική εγκυκλοπαίδεια της εποχής μας, σε σχέση με την οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένα ισχνό παράρτημα θα αρκούσε για να συμπεριλάβει όσα δεν υπόκεινται στην υποβάθμιση. Αν και μέχρι τώρα πραγματευτήκαμε  κυρίως την υποβάθμιση ως προς τις σχέσεις της με τη σύγχρονη δημοκρατία, τις επιπτώσεις της στην κοινωνική ζωή, καθώς και τα διάφορα μέσα που επιτρέπουν τη διαιώνισή της, υπάρχει μια πλευρά της υποβάθμισης που απλώς επισημάναμε φευγαλέα, και που αξίζει να την εξετάσουμε εν συντομία ως τέτοια: είναι αυτή η υποβάθμιση του πνεύματος που αποτελούσε, μαζί με την απονέκρωση της σάρκας, το πρόγραμμα της χριστιανικής θρησκείας, και που υλοποιείται απτά από την ανάπτυξη της αυτόνομης οικονομίας.

Η υποβάθμιση του ανθρώπινου πνεύματος έχει βέβαια μακρά ιστορία, στην οποία έχουν συμβάλει αποφασιστικά οι θρησκείες και τα Κράτη. Αλλά ποτέ πριν δεν είχε εκθειαστεί έτσι ως αυτονόητη αξία, χωρίς καμία ηθική ή πολιτική δικαιολογία· και μάλιστα επικυρώνεται ακόμα περισσότερο απ’ όσο εκθειάζεται, με τον χαμερπή κυνισμό εκείνων που ταυτίζονται σε τέτοιο βαθμό με την αυτόνομη πορεία των πραγμάτων ώστε να αποκηρύσσουν ψυχρά κάθε ανθρώπινη ιδιότητα. “Η μηχανή θα αντικαταστήσει τη μνήμη και την κρίση”, δήλωνε ο Μιτεράν [Mitterrand, François] στις 14 Ιουλίου 1983, γιορτάζοντας έτσι την κατασκευή ψηφιοποιημένων φρουρίων εντός των οποίων οχυρώνονται όλοι οι διευθύνοντες, με την ελπίδα να τεθούν έξω από την εμβέλεια της ιστορίας, προφυλαγμένοι από την κρίση και τη μνήμη. Είναι πολύ φυσιολογικό ένας τέτοιος απολογητικός λόγος να είναι αυτός των ανθρώπων του Κράτους και της αστυνομίας. Αλλά θα προκαλούσε μεγαλύτερη έκπληξη να αντηχεί από όλους αυτούς που εξακολουθούν να επαγγέλλονται τη σκέψη ή τη δημιουργία, αν μια επιπρόσθετη παραίτηση εκ μέρους αυτών των ανθρώπων μπορούσε ακόμα να εκπλήσσει. “Από την ευκολία με την οποία ικανοποιείται το πνεύμα μπορεί να μετρηθεί η έκταση της απώλειάς του.” Όταν το πνεύμα φαίνεται να έχει χάσει ακόμα και την ανάμνηση της δημιουργικής δύναμής του, μπορεί κανείς αναίσχυντα να αποκαλεί “τεχνητή νοημοσύνη” την αυτοματοποίηση ενός λογικού φορμαλισμού που αποτελεί μόνο ένα από τα μέσα, και σίγουρα όχι το πλουσιότερο, της ανθρώπινης νοημοσύνης. Και αυτή η πραγμοποιημένη νοημοσύνη του τεχνητού, των μηχανών της αυτόνομης οικονομίας, μπορεί άνετα να θεωρείται ανώτερη από την εκ μέρους των ανθρώπων χρήση των δικών τους πνευματικών δυνατοτήτων, που είναι πραγματικά πολύ φτωχή από τη στιγμή που αποδέχονται μια τέτοια σύγκριση, και την δικαιολογούν με την απώλεια οποιασδήποτε ικανότητας για ποιητική επινοητικότητα όπως και για ρεαλιστική κριτική.

Στην απομόνωση του αποστερημένου ανθρώπου, ως θεατή του αυτοματοποιημένου τεχνητού, η συνείδησή του δεν μπορεί να βασιστεί σε καμία εξωτερική πραγματικότητα που να την επιβεβαιώνει· καθώς αναιρείται από όλα όσα υπάρχουν, είναι ανήμπορη να αναγνωρίσει τον εαυτό της και να επικυρωθεί μέσω αυτής της αναγνώρισης. Η διάλυση κάθε βιωμένης κοινότητας και κάθε επικοινωνήσιμου λόγου τείνει να δημιουργήσει τις συνθήκες μιας καθολικής απομόνωσης όπου η τρέλα, “ο ολοκληρωμένος διαχωρισμός σε σχέση με το είδος του”, γίνεται ο κανόνας. Καθώς η προπαγάνδα των εμπορευμάτων επιχειρεί να ξαναβρεί τον δικό της τόνο της ευφορικής αυτοπεποίθησης της δεκαετίας του εξήντα, σχεδιάζει την εφιαλτική εικόνα ενός σύμπαντος από κατατονικούς καθηλωμένους μπροστά στις οθόνες που τους συνδέουν τηλεματικά με τον αφηρημένο χώρο της παγκόσμιας αγοράς, ενημερωμένους για τις πλανητικές περιπέτειες των πραγμάτων, για τις μετακινήσεις τους και για τις κατακτήσεις τους.

Τη βεβαιότητα για τον εαυτό του που δεν μπορεί να βρει στη ζωή του, ο θεατής πρέπει να την αναζητήσει προσφεύγοντας στις μαγικές τεχνικές της ψευδο-συμμετοχής. Ταυτόχρονα το κατακερματισμένο ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να συνενωθεί παρά μόνο υπό τις μορφές που επιβάλλονται από την οροθέτηση της εξουσίας. Και καθώς επενεργεί πάντα η ανάγκη να ακολουθεί κανείς αυτό που είναι κοινό, δηλαδή οικουμενικό, εφόσον η κοινότητα και η οικουμενικότητα μονοπωλούνται από το εμπόρευμα, πρέπει να ενσωματωθεί οπωσδήποτε στο θέαμά του, να αρνηθεί μαγικά τον διαχωρισμό μέσω της υστερικής ταύτισης με την αυτόνομη κίνηση του μη-ζωντανού. Για να τελειώνουμε με αυτή τη θλιβερή ενότητα, ας θυμηθούμε το παράδειγμα της υποβάθμισης που παρείχαν οι θεατές των Ολυμπιακών Αγώνων του Λος Άντζελες, πραγματικοί σπαστικοί της παθητικότητας, κυριευμένοι από την αποστέρηση: “Προηγουμένως,… οι 100.000 παρευρισκόμενοι είχαν ξεκινήσει αυθόρμητα… ένα γιγαντιαίο συλλογικό παιχνίδι, χαρακτηριστικό των μεγάλων αθλητικών θεαμάτων της Καλιφόρνια που εντυπωσίασε όλους τους ξένους παρευρισκόμενους: “the human wave”, το ανθρώπινο κύμα. Σε διαδοχικά κύματα, όλοι οι θεατές ανεξαιρέτως σηκώνονται φωνάζοντας με τα χέρια υψωμένα και στη συνέχεια ξανακάθονται αμέσως, μεταδίδοντας έτσι σε ολόκληρο το ζωντανό τοίχωμα του τεράστιου κρατήρα του σταδίου έναν εντυπωσιακό κυματισμό που κάνει ακατάπαυστα τον γύρο των κερκίδων με ρυθμό περίπου 25 δευτερόλεπτα ανά γύρο…” (Courrier de Saône-et-Loire, 13 Αυγούστου 1984.) Έχουμε λοιπόν εδώ ένα νέο “πορτραίτο της αλλοτρίωσης” όπου, σε αντίθεση με εκείνο το οποίο συνέθετε το κινέζικο πλήθος που διατασσόταν κατά τρόπο ώστε να σχηματίζει μια εικόνα του Μάο (βλ. Καταστασιακή Διεθνής τεύχος 11, σελ. 5), αυτό που ήταν εκεί στατικό και περιορισμένο είναι εδώ κινούμενο και “αυθόρμητο”· δείχνοντας έτσι την ανωτερότητα, κατά κάποιον τρόπο, της υποταγής που επιτυγχάνεται από την εμπορευματική αφθονία σε σχέση με εκείνη που επιβάλλεται από την ολοκληρωτική γραφειοκρατία και την αστυνομία της. Η ταύτιση δεν γίνεται εδώ με έναν ηγέτη, ούτε καν με ένα εμπόρευμα-βεντέτα, αλλά με την κυκλοφορία ως τέτοια. Αυτός ο ανθρώπινος στρόβιλος συμβολίζει απόλυτα το κύριο υποκατάστατο της ζωής που βρίσκει η παθητικότητα: την ταχύτητα ως ψευδαίσθηση αποαλλοτρίωσης.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η πρόβλεψη του Τοκβίλ, αυτοί οι άνθρωποι που έχουν πέσει “κάτω από το επίπεδο της ανθρώπινης υπόστασης” και που “στρέφονται αδιάκοπα στους εαυτούς τους”, πραγματοποιήθηκε πέρα ακόμα και από τους πιο δικαιολογημένους φόβους του. Αντιθέτως, υπήρξε λιγότερο διορατικός ως προς τις ελπίδες του σχετικά με το αντίδοτο σε αυτό που αποκαλούσε ισότητα, δηλαδή την οικουμενική υποβάθμιση ενώπιον του Κράτους. Αφού είχε δείξει πώς, με τη διάρρηξη όλων των παραδοσιακών δεσμών και την εδραίωση των σύγχρονων συνθηκών απομόνωσης, καθένας παραδινόταν ανυπεράσπιστος στην αυθαιρεσία, έγραφε επακριβώς: “Στις μέρες μας, ένας πολίτης που καταπιέζεται δεν έχει λοιπόν παρά μόνο ένα μέσο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του· αυτό είναι να απευθυνθεί σε ολόκληρο το έθνος, και, αν εκείνο κωφεύει απέναντί του, στην ανθρωπότητα· δεν έχει παρά μόνο ένα μέσο για να το κάνει, και αυτό είναι ο τύπος. Έτσι η ελευθερία του τύπου είναι απείρως πιο πολύτιμη για τα δημοκρατικά έθνη παρά για όλα τα υπόλοιπα· μόνο αυτή θεραπεύει τα περισσότερα από τα δεινά που μπορεί να προκαλέσει η ισότητα… Ο τύπος είναι το κατ’ εξοχήν δημοκρατικό εργαλείο της ελευθερίας.” Ένας άλλος θεωρητικός της αστικής δημοκρατίας, ο Μπενζαμέν Κονστάν [Benjamin Constant] είχε διακηρύξει από την πλευρά του το 1828, σε μια ομιλία στο Κοινοβούλιο: “Οι εφημερίδες είναι η φωνή του καταπιεσμένου”· διευκρινίζοντας προηγουμένως ότι αυτή η φωνή έπρεπε να ακούγεται προς όφελος και της κυβέρνησης, γιατί “δεν είναι καλό να μη γνωρίζει η εξουσία την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων”.

Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι τα σύγχρονα Κράτη κατάφεραν να απαλλαγούν από αυτή την ανάγκη για “ελεύθερη, ανεξάρτητη δημοσιότητα”, και διαιωνίζονται επιτυχώς χωρίς να ακούνε την αλήθεια σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων και τη δημόσια ζωή. Η μοναδική τους ικανοποίηση πλέον σήμερα είναι να κωφεύουν. Και την μοιράζονται γενναιόδωρα με όσους δεν ακούνε παρά μόνο αυτά. Στην πραγματικότητα, οι όροι αυτού που αποκαλείται πληροφόρηση προσομοιάζουν ολοένα περισσότερο σε εκείνη τη “μονομερή οροθέτηση της κοινής γνώμης” σχετικά με την οποία ο Βιτφόγκελ παρατηρούσε στον Ανατολικό Δεσποτισμό[4]: “Η βελτιστοποίηση της προπαγάνδας των ηγεμόνων επιτυγχάνεται όταν τα πραγματικά ή υποτιθέμενα επιτεύγματα της κυβέρνησης λαμβάνουν τη μέγιστη δημοσιότητα χωρίς κριτική, ενώ η ζωή, τα βάσανα και οι ιδέες του λαού λαμβάνουν ελάχιστη προσοχή”. Όλη η σημερινή οργάνωση των μίντια τείνει σε αυτή τη βελτιστοποίηση.

Εξακολουθούν βέβαια να υπάρχουν πολλά θέματα για τα οποία αφήνεται το περιθώριο στους δημοσιογράφους να παραλογίζονται ελεύθερα, ακόμα και να αναμιγνύουν με τις ερμηνείες τους ορισμένα ακριβή γεγονότα: παρά την εντύπωση που δίνουν, δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι τους απαγορεύεται κατηγορηματικά να γράψουν κάποια αλήθεια. Αλλά γιατί θα έπρεπε να τους απαγορευτεί κάτι για το οποίο αποδεικνύονται συνήθως τόσο ανίκανοι; Σε όλες τις γνωστές ερμηνείες (οικονομικές, θεσμικές πιέσεις κ.λπ.) της έλλειψης ανεξαρτησίας και κριτικού πνεύματος των δημοσιογράφων, πρέπει να προστεθεί η εξής: πώς θα μπορούσαν έστω να γνωρίζουν, και τελικά να αποκτήσουν, κάτι για το οποίο δεν βλέπουν ποτέ γύρω τους το παραμικρό φωτεινό παράδειγμα; Γιατί ακόμα και αυτοί που ξεκίνησαν την καριέρα τους όταν ο αποκλειστικός τομέας των ανώτερων συμφερόντων του Κράτους δεν εκτεινόταν ακόμα σε όλα όσα καλύπτει σήμερα, χρησιμοποίησαν τόσο λίγο αυτές τις ιδιότητες ώστε έχουν ατροφήσει μέχρι το σημείο να μην είναι πια τίποτα περισσότερο από σκελετωμένες αναμνήσεις, τις οποίες επιδεικνύουν σαν να αποτελούσαν πληγές που απέκτησαν σε μια μάχη, και όχι αναπηρίες οφειλόμενες στην απουσία μάχης. Αλλά αυτοί οι ένδοξοι ανάπηροι μιας ελευθερίας έκφρασης της οποίας επαρκή απόδειξη θεωρούσαν την αδιατάρακτη διαιώνισή τους αντικαθίστανται σήμερα από νεοσύλλεκτους άμεσα εκπαιδευμένους για να παρέχουν το software της παραποίησης.

Μας λένε λοιπόν ότι ο Nouvel Observateur, όπως και η Monde, απειλείται με εξαφάνιση: η “εικόνα” του είναι γερασμένη, το ίδιο και το κοινό που τον καταναλώνει. Αλλά ποιος νοιάζεται ακόμα γι’ αυτό; Σε κάθε περίπτωση όχι εμείς, που θα δούμε αντιθέτως με ευχαρίστηση να εξαφανίζεται αυτή η απαρχαιωμένη μορφή της αριστερής ηλιθιότητας, με τους προσποιητούς ηθικούς ενδοιασμούς της και τους επαίσχυντους συμβιβασμούς της. Το μόνο πράγμα για το οποίο θα μπορούσαμε να εκφράσουμε τη λύπη μας είναι ότι αυτή η καθυστερημένη εξαφάνιση δεν οφείλεται σε μια αύξηση της απαίτησης για αλήθεια στην κοινωνική ζωή, αλλά στη διαδοχή από πιο αποδοτικούς ψεύτες, τους παραποιητές “δεύτερης γενιάς”. Υπάρχει εξάλλου εδώ ένα νέο παράδειγμα του μακιαβελικού νόμου σύμφωνα με τον οποίο αυτός που βοηθάει κάποιον άλλον να γίνει ισχυρός διατρέχει τον κίνδυνο να αποτελέσει το πρώτο θύμα του: ο Nouvel Observateur συνέβαλε πράγματι με όλη τη μετριότητά του στο λανσάρισμα των νεο-φιλοσόφων που σηματοδοτούν το πέρασμα στη βιομηχανική εποχή της θεαματικής κουλτούρας· και επομένως την παρακμή αυτής της φτωχής βιοτεχνίας που δεν μπόρεσε καν να υπερασπιστεί τον εαυτό της ως ψευδο-ποιοτικό τομέα, και να διασώσει κάτι από τα προσχήματά της.

Σε άλλες εποχές, όταν δεν ήταν ακόμα νέος [nouvel], ο Observateur απέκτησε μια ορισμένη φήμη με την εναντίωσή του στα πιο κραυγαλέα ψέματα της εξουσίας κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας. Αυτή η εναντίωση δεν ήταν βέβαια τίποτα το ιδιαίτερο, και δεν προχώρησε ποτέ μέχρι το σημείο να προσεγγίσει μια επαναστατική κριτική: διατυπώθηκε ουσιαστικά “από την άποψη ενός κυβερνητικού συμφέροντος αντιληπτού περισσότερο ή λιγότερο ορθολογικά”, όπως λέει ο Βιτφόγκελ για τις κριτικές που γίνονται από μέλη της γραφειοκρατικής τάξης στον ανατολικό δεσποτισμό. Τελικά όμως, μια τόσο ισχνή εναντίωση θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν ως θάρρος σε σύγκριση με την καθολική υποταγή των υπαλλήλων του σύγχρονου κονφουζιονισμού. Εντούτοις, λες και ήθελε να μας αποτρέψει να νιώσουμε την παραμικρή επιείκεια στη μνήμη μιας εποχής όπου η ασυνέπειά του ήταν λιγότερο επιβλαβής, ο Nouvel Observateur βάλθηκε να ανταγωνιστεί ως προς την ποταπότητα τους συναδέλφους του στο θέμα της τρομοκρατίας, που αποτελεί ωστόσο έναν από τους πλουσιότερους τομείς ανταγωνιστικής επίδειξης της ψευδούς συνείδησης, της ιδιοτελούς βλακείας και της κατά παραγγελία παραποίησης. Μπορούσε λοιπόν να διαβάσει κανείς στο τελευταίο τεύχος του για το έτος 1984 ένα άρθρο του διευθυντή του Ζαν Ντανιέλ [Jean Daniel] (βλ. παράρτημα 1)[5] όπου η βλακεία είναι τόσο απελευθερωμένη από συμφέροντα και προαπαιτούμενα που εμποδίζουν συνήθως την ελεύθερη ανάπτυξή της ώστε συγχωνεύεται μέσα στο αντιτρομοκρατικό παραλήρημα με την απλή και καθαρή αστυνομική αχρειότητα. Γιατί ο Ντανιέλ δεν χρειάζεται να πληρώνεται για να ταυτιστεί τόσο απόλυτα με το επίσημο ψέμα: έχει χάσει απλώς, όπως και οποιοδήποτε αφελές κορόιδο της θεαματικής τρομοκρατίας, αλλά από τη θέση του ως εξουσιοδοτημένου σχολιαστή, κάθε ικανότητα να σκέφτεται μόνος του.

Υπό τον τίτλο “Οι δαιμονισμένοι”, που ανακαλεί την αντιδραστική αλλά πιο εμπνευσμένη απεικόνιση μιας άλλης τρομοκρατίας, αποτελεί ένα άρθρο καθαρής φαντασίας, όπως μας υπενθυμίζει αδέξια ο ίδιος ο συγγραφέας του. Δεν είμαστε βέβαια σε καμία περίπτωση αντίθετοι με τη φαντασία, και μάλιστα πιστεύουμε ότι αυτή η ικανότητα υποχρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό από τους συγχρόνους μας. Αλλά δεν είναι συνηθισμένο για έναν πολιτικό δημοσιογράφο να θεμελιώνει απροκάλυπτα τις αναλύσεις του στην ελεύθερη εφευρετικότητα της φαντασίας του. Αυτή η ελευθερία παραμένει ωστόσο, όσον αφορά τον Ντανιέλ, εντός των ορίων μιας έσχατης επίγνωσης των αναγκών του ιταλικού Κράτους, και αυτή η φαντασία είναι τόσο γόνιμη όσο ένας υπολογιστής προγραμματισμένος στην αντι-τρομοκρατία. Αν το φανταστικό είναι αυτό που τείνει να γίνει πραγματικό, η πραγματικότητα στην οποία τείνει η φαντασία του Ντανιέλ είναι εκείνη ενός σύμπαντος όπου η σκηνοθεσία μιας ψυχρά τερατώδους τρομοκρατίας δεν θα έκανε κανέναν να αναγνωρίσει σε αυτή το σημάδι του Κράτους, “του πιο ψυχρού από όλα τα ψυχρά τέρατα”[6], αλλά θα υποχρέωνε αντιθέτως τον καθένα να πιστέψει ότι, σε αντίθεση με αυτούς τους τρομοκράτες (“Τέρατα; Ναι, με την ακριβή έννοια του όρου, δηλαδή ξένοι προς τον άνθρωπο”),  ο Αντρεότι [Andreotti, Giulio] (βλ. το άρθρο Andreotti) αποτελεί ένα τέλειο παράδειγμα ανθρώπου, και η Ιταλία “την πιο γοητευτική δημοκρατία της Ευρώπης”.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η φαντασία του Ντανιέλ δεν τον οδηγεί πολύ μακριά από την άποψη της πρωτοτυπίας. Κατέφυγε όμως σε αυτή επειδή αγνοεί προφανώς όλη την ιστορία της τρομοκρατίας στην Ιταλία, και το γεγονός ότι οι μυστικές υπηρεσίες θεωρήθηκαν επισήμως, μετά από μερικά χρόνια και αλλαγές στην ηγεσία τους, συστηματικά ένοχες για όλες τις σφαγές. Αυτή η άγνοια, που είναι ήδη αρκετά αξιοπρόσεκτη για έναν “επαγγελματία της ενημέρωσης”, γίνεται πραγματικά καταπληκτική όταν αντιλαμβανόμαστε ότι επεκτείνεται ακόμα και στα άρθρα της Μαρσέλ Παντοβάνι [Marcelle Padovani], συμπεριλαμβανομένου εκείνου που δημοσιεύτηκε στο ίδιο τεύχος του Nouvel Observateur, όπου καταλήγει τώρα, όπως και οι ιταλοί σταλινικοί, να λέει μερικές μισές αλήθειες σχετικά με αυτό το θέμα. Αλλά ο Ντανιέλ ξέρει πώς να προφυλάσσεται από αυτές τις παραχωρήσεις στην πραγματικότητα των γεγονότων στις οποίες ενδίδουν ενίοτε οι δημοσιογράφοι του, και γι’ αυτό ακριβώς είναι ο διευθυντής τους.

Για να μετρήσουμε την παραίτηση από κάθε ανεξαρτησία και από κάθε κριτική αξιολόγηση ενός Ντανιέλ, αρκεί να διαβάσουμε για λόγους σύγκρισης ένα άρθρο, πολύ μετριοπαθές ωστόσο, που δημοσιεύτηκε στην Le Monde Diplomatique τον Δεκέμβριο του 1982 από έναν νομικό, με θέμα τη δίκη του Νέγκρι [Negri, Antonio] (βλ. παράρτημα 2)[7]. Αυτό το άρθρο καταφέρνει με άνεση, ενώ παραμένει αποκλειστικά στον τομέα του δικαίου, να περιέχει περισσότερες κριτικές αλήθειες από όλες τις δοξασίες και τις φαντασιώσεις του Ντανιέλ: προσομοιάζει απλώς σε αυτό που άλλοτε θα αποκαλούταν “αντικειμενική πληροφόρηση”, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αποτελεί μια αρκετά ασυνήθιστη φιγούρα στην εποχή μας. Αλλά καθώς δεν θα μπορούσε να περιμένει κανείς από έναν νομικό να αντιστρέψει τη δική του κριτική της πραγματικότητας στο όνομα της νομικής αφαίρεσης σε κριτική της νομικής αφαίρεσης στο όνομα της πραγματικότητας, επιβεβαίωνε τελικά την εμπιστοσύνη του στην ιταλική δημοκρατία, της οποίας η ύπαρξη του φαινόταν ότι αποδεικνύεται επαρκώς από μια “πολύ μεγάλη συμμετοχή σε κάθε εκλογική αναμέτρηση”, αφού είχε αναρωτηθεί: “Τι θα είχαν απογίνει οι κατηγορούμενοι αν η Ιταλία δεν ήταν, παρόλα αυτά, μια δημοκρατία;” Η προστασία που εξασφαλίζεται από αυτή την “παρόλα αυτά” δημοκρατική ουσία της Ιταλίας, την οποία διαψεύδει τόσο συχνά η πραγματικότητά της, αυτή η προστασία μπορεί σήμερα να εκτιμηθεί πλήρως, καθώς στις 12 Ιουνίου 1984, μετά από δεκαέξι μήνες εκδίκασης, το κακουργιοδικείο της Ρώμης εξέδωσε την απόφασή του και καταδίκασε τον Νέγκρι, που χαρακτηρίστηκε από τον εισαγγελέα ως “ψεύτης, αχρείος και δόλιος”, σε τριάντα χρόνια φυλάκισης για “ηθική συνέργεια” με την τρομοκρατία. Μπορούμε βέβαια να αναρωτηθούμε τι θα γινόταν η ιταλική πολιτική τάξη αν το να είναι κανείς ψεύτης, αχρείος και δόλιος οδηγούσε αυτομάτως στη φυλακή. Αλλά προς το παρόν η Ιταλία παραμένει αυτή η “γοητευτική” δημοκρατία όπου η “ηθική συνέργεια” αποδεικνύεται από τις ομολογίες που αποσπώνται από τους “μετανοημένους”, όπου οι εκατόν είκοσι οκτώ μήνες κράτησης πριν από τις δικαστικές αποφάσεις, που προβλέπονται από τον νόμο και ανανεώνονται με κάθε κατασκευή μιας νέας κατηγορίας, παρέχουν στην επινοητικότητα των ανακριτών αρκετό χρόνο για να στηρίξουν το κατηγορητήριο ενάντια σε αυτούς που δεν μπορούν έτσι ποτέ να γνωρίζουν τι τους επιφυλάσσει το παρελθόν. Και οι πολυάριθμοι Ιταλοί που, ελλείψει ίσως μιας νομικής κατάρτισης για να εκτιμήσουν τον “παρόλα αυτά” δημοκρατικό χαρακτήρα της ιταλικής δικαιοσύνης, προτίμησαν όπως ο Νέγκρι και ο Σκαλτσόνε [Scalzone, Oreste] να καταφύγουν στη Γαλλία, κινδυνεύουν σήμερα να εκδοθούν σαν τους Βάσκους, καθώς οι πιέσεις της ιταλικής και της γαλλικής αστυνομίας παίρνουν μεταξύ άλλων τη μορφή μιας πρόσφορης αναβίωσης της χειραγωγημένης τρομοκρατίας.

Θα μας πουν ίσως ότι στην Ιταλία οι ύποπτοι δεν πυροβολούνται στο πίσω μέρος του κεφαλιού, στα υπόγεια της τοπικής Λιουμπιάνκα [Lubyanka]. Είναι αλήθεια: στην Ιταλία η αστυνομία πυροβολεί δημοσίως μέρα μεσημέρι, και ως προς αυτό είναι δημοκρατική, όπως το έκανε ξανά πρόσφατα στην Τεργέστη, στις 9 Μαρτίου 1985, δολοφονώντας τον Πιέτρο Γκρέκο [Pietro Greco]. Αυτός ο “φερόμενος ως τρομοκράτης” που, μετά την απαλλαγή του δύο φορές από δικαστικές διώξεις, κατηγορήθηκε εκ νέου για “συμμετοχή σε ένοπλη οργάνωση” χάρη στη μαρτυρία ενός μετανοημένου, είχε δείξει καθαρά τη διαβολική ικανότητά του ως συνωμότη εγκαταλείποντας παρόλα αυτά τη Γαλλία για να επιστρέψει στην Ιταλία. Τώρα που είναι νεκρός, απομένει μόνο να αποδείξουν οριστικά την ενοχή του. Αναμφίβολα εργάζονται γι’ αυτό.

Η αντίσταση στην υποβάθμιση, όταν είναι ατομική, διατρέχει πάντα τον κίνδυνο να αντιμετωπιστεί σύμφωνα με την αστυνομική διαδικασία της μεσρινοποίησης: στη Φλερύ-Μεροζί πέφτουν από τα παράθυρα όπως στην Ιταλία, και αυτό στοχεύει ιδιαιτέρως τους έντιμους ληστές που υπενθυμίζουν στον καθένα τι είναι λίγο-πολύ η ελευθερία[8]. Η θανατική ποινή, που καταργήθηκε από τον μιτερανικό σοσιαλισμό προς μεγάλη ικανοποίηση όλων των ανθρωπιστών, διαιωνίζεται έτσι “με άλλη ονομασία” (“παρεκτροπή” ή “νόμιμη άμυνα”), όταν δεν έχει τη μορφή ενός παράξενου ατυχήματος ή μιας μυστηριώδους δολοφονίας. Όταν είναι συλλογική, η αντίσταση στην υποβάθμιση συντρίβεται με τη χρήση μέσων που, για να είναι άμεσα λιγότερο αιματηρά, φανερώνουν την ίδια αποφασιστικότητα των ιδιοκτητριών τάξεων και των υπηρετών τους να μην αφήσουν να διατηρηθεί κανένα από τα σημεία στήριξης που μπορούσε να βρει η συνείδηση μιας “εσωτερικής αξίας” και μιας αυθεντικά ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οι Άγγλοι ανθρακωρύχοι, ηττημένοι μετά από μια απεργία ενός έτους[9], έχασαν μαζί με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία από την οποία δεν είχαν καταφέρει να καταστήσουν ανεξάρτητο τον αγώνα τους, αλλά έχασαν κάτι που δεν ήταν παρά μόνο δικό τους, την παλιά πρακτική κοινότητα που έδειξε εκεί, ίσως για τελευταία φορά, το μεγαλείο της και τα όριά της. Καθώς η συντηρητική κυβέρνηση της Θάτσερ μπορεί επιτέλους να γκρεμίσει την παλιά κατοικία του εργατικού κινήματος, την οποία είχαν καταλάβει οι γραφειοκράτες, θέλει πάνω απ’ όλα να κατεδαφίσει όσα οι τοίχοι της χρησίμευαν για να περικλείουν. Το ζήτημα είναι να εξαφανιστούν όλα όσα μπορούν να δώσουν σε αυτούς που βρίσκονται στη βάση της κοινωνικής κλίμακας το αίσθημα της αξίας τους και της συλλογικής δύναμής τους. Το σπίτι του συνδικαλισμού καταρρέει και οι γραφειοκρατίες πέφτουν μαζί του, αλλά εξαφανίζεται επίσης η επισφαλής προστασία που παρείχε καθημερινά στους εργαζόμενους. Η υποβάθμιση των συνδικάτων στον ρόλο των απλών προπαγανδιστών οικονομικών αναγκών στα μάτια των εργαζομένων είναι το τίμημα που πληρώνουν για να διατηρήσουν τουλάχιστον τη φαινομενικότητα της παλιάς ισχύος τους. Και όταν προσπαθούν να υπερασπιστούν την πραγματικότητά της με τις προηγούμενες μεθόδους τους, όπως ο Σκάρτζιλ[10], χάνουν τα πάντα, γιατί ο καπιταλισμός δεν φοβάται πια τον κοινό εχθρό τους, την επανάσταση.

Ωστόσο, οι αναμφισβήτητες κατασταλτικές επιτυχίες της ταξικής εξουσίας εγγράφονται στο εσωτερικό μιας ιστορικής αποτυχίας της οποίας το εύρος δεν θα μπορεί να συγκαλύπτεται για πολύ καιρό από κανένα απατηλό τέχνασμα: η αποκατάσταση του ελέγχου πάνω στην κοινωνία συνεπάγεται μια προοδευτική απώλεια ελέγχου πάνω στα ίδια τα μέσα της κυριαρχίας. Γιατί μπορούμε να πούμε ότι προκειμένου να διαιωνίσουν τη γενική υποβάθμιση στην κοινωνία, εκείνοι που κυριαρχούν σε αυτή έπρεπε και οι ίδιοι να υποβαθμιστούν και να υποτιμηθούν· και, αν εξετάσουμε απλώς τη γραφειοκρατική αθλιότητα της ύπαρξής τους, σε σχέση με εκείνη των αφεντών του παρελθόντος, είτε επρόκειτο για την αριστοκρατία είτε ακόμα και για την παλιά αστική τάξη (αθλιότητα την οποία φανερώνει για παράδειγμα το αρχιτεκτονικό ντεκόρ που έχουν οικοδομήσει), υπάρχει σε αυτή κάτι πολύ γελοίο. Αλλά αυτή η απώλεια ελέγχου στο εσωτερικό της δικής τους χρήσης της ζωής είναι ταυτόχρονα απώλεια ελέγχου πάνω στις γενικές συνθήκες της επιβαλλόμενης επιβίωσης. Με σκοπό να καταστήσουν τους ανθρώπους ανίκανους για οτιδήποτε άλλο εκτός από την υποτέλεια, οι κυρίαρχες τάξεις αποστειρώνουν μεθοδικά τις ανθρώπινες ικανότητες που παραμένουν ωστόσο απαραίτητες για οποιαδήποτε κοινωνική οργάνωση της επιβίωσης· και αυτό τη στιγμή ακριβώς που η φυγή τους προς τα εμπρός ως προς την ανατροπή των υλικών συνθηκών, χάρη στην οποία προσπέρασαν τις βλέψεις για μια επαναστατική αλλαγή, τις φέρνει αντιμέτωπες με προβλήματα πιο περίπλοκα από ποτέ. Είναι η παλιά αντίφαση του δεσποτισμού, που είχε επισημανθεί ήδη από τον Κονστάν (“δεν είναι στο χέρι της εξουσίας να αποκοιμίζει ή να αφυπνίζει τους ανθρώπους ανάλογα με τις επιθυμίες της”), αλλά που έχει οξυνθεί σε μεγάλο βαθμό από την ίδια την προσπάθεια να την παρακάμψουν αυτοματοποιώντας την κυριαρχία, για να της επιτρέψουν να απαλλαγεί από κάθε συνειδητή δραστηριότητα (βλ. το άρθρο Automation).

Άλμπρεχτ Ντύρερ: Σχέδιο μνημείου στους νικημένους χωρικούς – 1525

Ένα κατώφλι φαίνεται ότι ξεπεράστηκε πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε αυτή την πορεία προς “την ιστορική μηδαμινότητα στην οποία καταδικάζονται πρόθυμα οι ιδιοκτήτριες τάξεις μαζί με τους προλετάριους, προκειμένου να συνεχιστεί η οικονομική ιστορία των πραγμάτων” (Προκαταρκτική Συζήτηση). Είδαμε πράγματι εκεί να εμφανίζεται μια νέα στρατηγική αντίληψη, η Εκτόξευση κατά την Προειδοποίηση[Launch on Warning], “σύμφωνα με την οποία η ανταπόδοση μιας πυρηνικής επίθεσης θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί άμεσα από ένα αυτοματοποιημένο οπλικό σύστημα… Μέχρι τώρα, η αντίληψη που επικρατούσε στο Πεντάγωνο ήταν η Εκτόξευση κατά την Επίθεση [Launch Under Attack], δηλαδή η εκτόξευση με την έναρξη μιας επίθεσης, η εκτόξευση πυραύλων που επέτρεπε ακόμα στους υπεύθυνους πολιτικούς και στρατιωτικούς να έχουν μια ορισμένη προθεσμία περίσκεψης πριν ενεργοποιήσουν την ανταπόδοση ενός πρώτου σοβιετικού χτυπήματος. Ωστόσο, οι πρόσφατες πρόοδοι στον τομέα των πυρηνικών όπλων και η εξαγγελθείσα θέση σε τροχιά μέσων καταστροφής με τη χρήση κατευθυνόμενων ακτινοβολιών (λέιζερ, κανόνια σωματιδίων που λειτουργούν με την ταχύτητα του φωτός κ.λπ.) δεν θα επέτρεπαν πλέον την παραμικρή προθεσμία περίσκεψης, επαλήθευσης, πριν την πραγματοποίηση της αποκαλυψιακής πυροδότησης…” (Πωλ Βιριλιό, “Το Έμπειρο Σύστημα [Paul Virilio, “Le Système expert”]”, l’ Autre Journal, Μάρτιος 1985.)

Αναστατωμένες από το γεγονός ότι μπορεί έτσι να εξεταστεί το ενδεχόμενο “αντικατάστασης του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών από έναν υπολογιστή”, οι ευαίσθητες ψυχές της ένωσης Επαγγελματιών Υπολογιστών για την Κοινωνική Ευθύνη [Computer Professionals for Social Responsibility] ανέλαβαν λοιπόν να αποδείξουν τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα ενός ολοκληρωτικού πολέμου που όχι μόνο θα διεξαγόταν από μηχανές αλλά και θα κηρυσσόταν από μια μηχανή. Αυτοί οι ανθρωπιστές κυβερνητιστές, που διαμαρτύρονται ενάντια σε μια τέτοια ανευθυνότητα, είναι αξιολύπητοι, καθώς η ανθρώπινη επίφαση ενός Ρήγκαν επαρκεί για να διευθετήσει την ανησυχία τους για την “κοινωνική ευθύνη”. Αν και ο θάνατος της ανθρωπότητας τους φαίνεται κάτι πολύ σημαντικό για να αφεθεί στις μηχανές, δεν φτάνουν μέχρι το σημείο να δουν εκεί μια συνέπεια του γεγονότος ότι η ζωή της υποτάσσεται πλήρως σε αυτές. Αυτή η αυτοματοποίηση της αποκάλυψης θα ολοκλήρωνε ωστόσο επάξια μια ιστορία όπου η νεκρή εργασία, η ενορχήστρωση όπου εγγράφονται αυταρχικά όλες οι πρακτικές και όλη η ευφυΐα που επιτρέπονται από αυτή την κοινωνική οργάνωση, κυριαρχεί ολοένα περισσότερο πάνω στη ζωντανή δραστηριότητα· όπου ακόμα και το σφάλμα δεν είναι πλέον ανθρώπινο, και μεγεθύνεται εκθετικά μαζί με τα μέσα της.

Στο μεταξύ πεθαίνει από αργό θάνατο μια κοινωνία όπου η ανευθυνότητα γενικεύεται μαζί με την αποστέρηση, με τον καθένα να ακολουθεί το παράδειγμα αυτών των διευθυνόντων που παραιτούνται από τις αξιώσεις τους για κριτική αξιολόγηση ή για περίσκεψη υπέρ των μηχανών. Η αφαίρεση ενός τόσο απρόσωπου συστήματος κυριαρχίας, όπου οι διευθύνοντες κρύβονται πίσω από τους ειδικούς, και οι ειδικοί πίσω από τις τεχνικές προσταγές, εξακολουθεί να το προστατεύει από τις απορριπτικές αντιδράσεις που προκαλεί, οπουδήποτε οι άνθρωποι βλέπουν τι έχουν χάσει, με την πάροδο των χρόνων, από αυτό που ήταν η ζωή τους: καθώς δεν βρίσκουν σε ποιον να επιτεθούν, συμβιβάζονται με την περιφρόνηση αυτού του κόσμου χωρίς να τον καταπολεμούν. Το παλιό επαναστατικό σύνθημα: “Οι μεγάλοι δεν μας φαίνονται μεγάλοι παρά μόνο επειδή είμαστε γονατιστοί: ας σηκωθούμε!” παραμένει βεβαίως απόλυτα εύστοχο ως προς το πρακτικό του συμπέρασμα· αλλά σήμερα οι υποβαθμισμένοι άνθρωποι δεν βλέπουν πάνω από τους εαυτούς τους τίποτα που να μπορεί να τους φανεί μεγάλο, και αν παραμένουν γονατιστοί, αυτό συμβαίνει μάλλον επειδή έχουν παραλύσει από αυτή την καθολικότητα της αποστέρησης· σαν να μην ήταν καν σε θέση να φανταστούν τι θα μπορούσαν να κάνουν όρθιοι.

Σημειώσεις της μετάφρασης

[1] Eugène Baffie, Le Bon Père Laurent-Achille Rey (1913).

[2] Paul Lesourd, La Butte Sacrée (1937).

[3] Alexis de Tocqueville, De la démocratie en Amérique (1835-1840).

[4] Karl August Wittfogel, Oriental Despotism: a Comparative Study of Total Power (1957).

[5] Jean Daniel, Οι Δαιμονισμένοι [Les Possédés], Le Nouvel Observateur, 28 Δεκεμβρίου 1984 – 3 Ιανουαρίου 1985.Το συγκεκριμένο άρθρο, όπως και εκείνο του παραρτήματος 2, δεν περιλαμβάνονται στην παρούσα μετάφραση.

[6] «Το Κράτος είναι το πιο ψυχρό από όλα τα ψυχρά τέρατα: Ψεύδεται ψυχρά, και ιδού το ψέμα που βγαίνει σερνόμενο από το στόμα του: “Εγώ, το Κράτος, είμαι ο Λαός”.» (Φρίντριχ Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 1883-1885.)

[7] Gérard Soulier, Η πολιτική δικαιοσύνη, ένα δηλητήριο για τη δημοκρατία [La justice politique, un poison pour la démocratie]. Le Monde diplomatique, Δεκέμβριος 1982 (βλ. και σημείωση 5).

[8] Τη νύχτα της 17ης Μαρτίου 1985, ο “ευγενικός ληστής” Μπρούνο Σουλάκ [Bruno Sulak] έπεσε από το παράθυρο του δεύτερου ορόφου της φυλακής Φλερύ-Μεροζί [Fleury-Mérogis] στη Γαλλία και πέθανε λίγες μέρες αργότερα στο νοσοκομείο όπου είχε μεταφερθεί. Κρίνοντας από  τους τραυματισμούς του, η οικογένεια του Σουλάκ αμφισβήτησε την εκδοχή της αστυνομίας ότι είχε πηδήξει μόνος του καθώς προσπαθούσε να αποδράσει. Σύμφωνα με μαρτυρίες συγκρατουμένων του, ένας από τους δεσμοφύλακες καυχιόταν αργότερα ότι τον είχε χτυπήσει με σιδηρολοστό.

[9] Η απεργία των Άγγλων ανθρακωρύχων ενάντια στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης Θάτσερ να κλείσει τα περισσότερα ανθρακωρυχεία της χώρας και να ιδιωτικοποιήσει τα υπόλοιπα ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1984 και έληξε τον Μάρτιο του 1985.

[10] Ο Άρθουρ Σκάρτζιλ (Arthur Scargill) ήταν επικεφαλής του συνδικάτου της Εθνικής Ένωσης Ανθρακωρύχων (National Union of Mineworkers) κατά τη διάρκεια της απεργίας του 1984-85.


Σας ακούμε...