Η Αλίκη και οι κωνοφάγοι #skouries #saveEpirus

πηγή: Antigoldgr.org

Ένα αληθινό παραμύθι: Υπάρχει στη βιβλιοθήκη του δάσους. Διαθέσιμο μόνο σ’ εκείνους που πιστεύουν στην αλήθεια των παραμυθιών και αγαπούν τις βιβλιοθήκες και τα δάση.

Του Σαράντη Δημητριάδη, ομότιμου καθηγητή γεωλογίας ΑΠΘ

Μια φορά κι’ έναν καιρό ……

Προπαραμονή πρωτοχρονιάς και ο Βαγγέλης ο σκίουρος δεν αισθανόταν το ίδιο χαρούμενος όπως άλλες χρονιές τέτοια μέρα. Ήταν πριν κι απ’ τα Χριστούγενα ήδη που κάτι σαν ανήσυχο μουρμουρητό ακούγονταν μέσα από κάθε κούφωμα δέντρου στο δάσος όπου είχαν το σπιτικό τους κι’ άλλες οικογένειες σκίουρων σαν τη δική του. Και τα ελάφια όμως, όπως και τ’ άλλα ζώα που περνούσαν από τα μέρη τους, έμοιαζαν πιο επιφυλακτικά κι’ ανήσυχα από ό,τι συνήθως και κάθε τόσο σταματούσαν και οσμίζονταν τον αέρα που περνούσε μέσα απ’ τα χιονισμένα κλαδιά των έλατων. Ως και οι λύκοι σα να χάθηκαν κι’ αυτοί και μάλλον κρύφτηκαν στα πιο απόμερα και σκοτεινά φωλιάσματά τους. Η Αλίκη, η γυναίκα του Βαγγέλη, μίλησε πρώτη.

Δεν μπορώ άλλο Βαγγέλη να σου κρύβω κι’ εσύ να κρύβεις από μένα αυτό που μας πλακώνει χρονιάρες μέρες φέτος. Όλοι οι γείτονές μας το άκουσαν το μαντάτο, όπως τ’ ακούσαμε κι’ εμείς. Μόνο που δεν το συζητάνε κι’ αυτοί καθόλου μεταξύ τους, όπως δεν το συζητάμε κι’ εμείς. Το κρύβουμε μέσα μας, ο καθένας για τον εαυτό του, λες και δεν ειπώθηκε ποτέ, λες και δεν ακούστηκε ποτέ από κανένα μας. Έτσι όμως ο ύπνος μας γίνηκε ανήσυχος, γεμάτος εφιάλτες, κι’ ο ξύπνιος μας έχασε την ανεμελιά του. Αυτός είναι ο λόγος που καμιά νοικοκυρά δεν έχει φέτος όρεξη να φτιάξει κουκουναρόπιτες και μελογλυκίσματα. Γι’ αυτό κι’ εσύ ανόρεχτα σε βλέπω να πηδάς από κλαδί σε κλαδί να φέρεις πίσω σποράκια και κουκούτσια, όχι όπως άλλοτε που σε καμάρωνα με τ’ ακροβατικά σου. Και στη συνέλευση των σκίουρων οι προεστοί για όλα τ’ άλλα μιλάνε εκτός απ’ αυτό. Ε λοιπόν νομίζω αρκετά πια το κρατάμε μέσα μας. Αν δεν το βγάλουμε από κει, αν δεν το κοιτάξουμε κατάματα και δεν το αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί, μπορεί ποτέ ξανά να μη νοιώσουμε την ευλογία της ζωής που μέχρι τώρα είχαμε στο μεγάλο μας σπίτι, στο δάσος μας. Άσε που μπορεί να χρειαστεί να ξενιτευτούμε αναγκαστικά, πρόσφυγες σε αναζήτηση άλλου δάσους όπου δεν θα υπάρχει ο κίνδυνος που μας χτυπάει εδώ την πόρτα.

Τα παιδιά του Βαγγέλη και της Αλίκης, τα δύο σκιουράκια, κουκουλωμένα στο κρεβατάκι τους άκουγαν βουβά και τρομαγμένα τις κουβέντες των γονιών τους και η ανήσυχη περιέργειά τους μεγάλωνε μέσα στο σκοτάδι μαζί με τα ορθάνοιχτα ματάκια τους, καθώς νοιώθανε πως θ’ άκουγαν σε λίγο ποιο ήταν αυτό το κακό μαντάτο που έκανε όλη την κοινότητα των σκίουρων του δάσους, και ίσως όχι μόνο αυτών, να χάσει φέτος μέσα στις γιορτές τη χαρά και την ανεμελιά της.

Είναι νάρθουν τις μέρες αυτές. Κάποιοι μάλιστα είπαν πως τους είδαν κιόλας στο δάσος μας να ξεφορτώνουν τα εργαλεία τους, ακούστηκε να λέει η Αλίκη. Τους λένε κωνοφάγους και η μόνη τους δουλειά είναι να βρίσκουν και να μαζεύουν όλες τις κουκουνάρες από τα δάση όπου ταξιδεύουν. Λένε πως είναι πλάσματα παράξενα. Αντί για κεφάλι έχουν μόνο ένα τεράστιο στόμα με δόντια κοφτερά και μια μεγάλη γλώσσα γεμάτη σάλια για να γλείφουν. Το μυαλό τους το έχουν στο στομάχι τους και τα μάτια και τα αφτιά στα πέλματα των ποδιών τους. Γι’ αυτό έχουν μια ικανότητα στο να βλέπουν και να αφουγκράζονται τα του κάτω κόσμου. Για να δουν τις ομορφιές του πάνω κόσμου γύρω τους πρέπει να ξαπλώσουν κάτω και να σηκώσουν ψηλά τα πόδια τους, πράγμα που δεν το συνηθίζουν καθόλου. Λένε ακόμα πως η καρδιά τους είναι από πέτρα και μέταλλο. Και τώρα φτάσαν και στο δικό μας δάσος γιατί λέει έχει πολλές και γεμάτες σπόρους κουκουνάρες στα έλατα και στα πεύκα του. Και ήρθαν με τον ένα και τον ίδιο πάντα σκοπό τους: να μαζέψουν όλες, μα όλες τις κουκουνάρες του δάσους μας. Τις μισές για να τις φάνε, γι’ αυτό τους λένε κωνοφάγους, και τις υπόλοιπες για να τις κάψουν να ζεσταθούνε. Χωρίς ν’ αφήσουν τίποτα πίσω τους για μας, γι’ αυτό τους λένε αλλιώς και αδηφάγους. Και το χειρότερο, δεν μαζεύουν απλά τις κουκουνάρες, ξεριζώνουν ολόκληρα τα δέντρα και τα ρίχνουν κάτω για να μην κοπιάσουν πολύ στο καταστροφικό τους έργο.

Τα δυο σκιουράκια πάγωσαν ξαφνικά κάτω απ’ τα σκεπάσματά τους. Ας ήταν και μικρά. Με αυτά που άκουσαν κατάλαβαν μονομιάς τι θα σήμαινε να πάρουν οι κωνοφάγοι όλες τις κουκουνάρες του δάσους τους. Να τις φάνε και να τις κάψουν όλες. Να ξεριζώσουν όλα τα έλατα και τα πεύκα γι’ αυτό. Μέχρις ότου να μην υπάρχει πια έλατο και πεύκο να έχει πάνω του ούτε μία κουκουνάρα. Μέχρις ότου να μη μείνει ούτε ένα ριζωμένο έλατο και πεύκο στο δάσος τους. Μέχρις ότου να μην υπάρχει στο δάσος τους κουκουνάρα να σχηματίσει τα σποράκια απ’ όπου θα γεννηθούν καινούργια έλατα και πεύκα. Με δάκρυα στα μάτια πέταξαν τα σκεπάσματα και φορώντας τις πυτζαμούλες τους έτρεξαν και αγκάλιασαν τη μαμά του το ένα και τον μπαμπά του το άλλο.

Όχι, όχι, δεν θέλουμε να έρθουν αυτοί οι κωνοφάγοι να καταστρέψουν το δάσος μας. Να καταστρέψουν τις φωλιές μας, το σπιτάκι μας. Σε παρακαλώ μαμά, μπαμπά, μην τους αφήσετε να ρθούνε, σας παρακαλούμε, σας ικετεύουμε. Δεν θέλουμε να φύγουμε απ’ το δάσος μας, δεν θέλουμε να γίνουμε δασομετανάστες.

Η Αλίκη κοίταξε τον Βαγγέλη με βλέμμα αποφασιστικό. Και η φωνή της δεν είχε αυτή τη φορά τη γνωστή της γλύκα. Ήταν πιο κοφτή, σχεδόν επιτακτική: Άκου Βαγγέλη, δεν υπάρχει καμία περίπτωση ν’ αφήσουμε να γίνει στο δάσος μας αυτό το κακό. Το οφείλουμε στο δάσος το ίδιο που μας έθρεψε και μας στέγασε τόσες και τόσες γενιές και που μας χάρισε την ευλογία της ομορφιάς και της αρμονίας του. Το οφείλουμε στον εαυτό μας, το οφείλουμε σε όλη την κοινωνία των σκίουρων αλλά και των άλλων ζώων του δάσους μας και το οφείλουμε πρώτα απ’ όλα στα παιδιά μας και στα παιδιά των παιδιών μας. Οι κωνοφάγοι δεν πρέπει με τίποτα να μπουν στο δάσος μας. Να μαζευτείτε όλοι, να τρέξτε στους προεστούς, να γίνει μεγάλη συγκέντρωση και να δώσουμε όλοι όρκο πως το δάσος μας δεν το χαρίζουμε ούτε σ’ αυτούς ούτε σε άλλους κωνοφάγους, όσο φοβεροί, μεγάλοι και τρανοί και αν νομίζουν πως είναι.

Ο Βαγγέλης συμφώνησε, άλλο που δεν ήθελε κι’ αυτός, και χωρίς καθυστέρηση έτρεξε από φωλιά σε φωλιά σε όλο το δάσος να μεταφέρει ένα μήνυμα αντίστασης στους κωνοφάγους και στα σχέδιά τους. Το μήνυμα το πήραν και οι προεστοί και κάλεσαν γενική συνέλευση όλων των σκίουρων του δάσους. Μήνυσαν μάλιστα πως στη συνέλευση αυτή ήταν καλοδεχούμενοι και όποιοι άλλοι κάτοικοι του δάσους είχαν ανησυχήσει με τα μαντάτα για την έλευση των κωνοφάγων και ήθελαν κι’ αυτοί να συμπαραταχθούν ώστε να τους διώξουν όσο πιο γρήγορα γίνεται και για πάντα απ’ το δάσος τους. Και το θαύμα έγινε. Παραμονή πρωτοχρονιάς, σιγά σιγά μαζεύτηκε στη μέση του δάσους μέγα πλήθος από όλους τους κατοίκους του. Ήταν εκεί, κοντά κοντά, με ξεχασμένα εκείνα που πριν τους χώριζαν, ο λύκος και το ελάφι, ο αετός και το φίδι, η αγριόγατα και ο λαγός, η αλεπού και η χαλκοκουρούνα και τόσα άλλα ζώα που ποτέ δεν είχαν βρεθεί τόσο πολλά μαζί και τόσο πολύ μονιασμένα. Γιατί ξαφνικά φύγαν απ’ το μυαλό τους όλες οι άλλες σκέψεις εκτός από μία: πώς να σώσουν το δάσος τους, πώς να διώξουν τους άπληστους κωνοφάγους. Και πήραν τις αποφάσεις τους.

Όταν οι κωνοφάγοι βγήκαν ν’ αρχίσουν το καταστροφικό τους έργο έπαθαν κάτι που δεν το περίμεναν καθόλου. Σε κάθε βήμα τους περίμενε και μια έκπληξη. Τα ζώα του δάσους δεν τους άφηναν σε ησυχία. Μπλέκονταν στα πόδια τους, τους γρατζουνούσαν, τους δάγκωναν, τους τσιμπούσαν. Οι λύκοι δεν τους άφηναν να κοιμηθούνε τη νύχτα, οι μέλισσες τους κυνηγούσαν την ημέρα, τα κοράκια τους κλέβαν όσα από τα εργαλεία τους γυάλιζαν και οι σκίουροι τα υπόλοιπα. Τα φίδια παίζοντας το ρόλο τους κρέμονταν από τα κλαδιά των δέντρων που πήγαιναν να ξεριζώσουν οι κωνοφάγοι και εκείνοι άμαθοι και φοβισμένοι εγκατέλειπαν την προσπάθειά τους. Κάποιες αρκούδες καμώνονταν πως τους πλησιάζουν δήθεν απειλητικά και τους έκαναν να το βάζουν στα πόδια αφήνοντας στη μέση τα κωνομαζώματά τους.

Είδαν κι’ απόειδαν οι κωνοφάγοι, κατάλαβαν πως το δάσος αυτό δεν ήταν σαν τα άλλα που ήξεραν. Πως το κατοικούσαν κάτι παλαβοί και αποφασισμένοι Σελλοί και πως δεν υπήρχε περίπτωση να φάνε από αυτό ούτε μία κουκουνάρα. Τα μάζεψαν και όπου φύγει φύγει.

Και το δάσος ξαναβρήκε την ηρεμία του. Και όλα τα πλάσματά του ζούσαν μέσα του ευτυχισμένα. Τα δύο σκιουράκια που είχαν πια μεγαλώσει διηγούνταν με περηφάνια στα δικά τους παιδιά τις νύχτες των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς πώς οι γονείς τους ξεσήκωσαν κάποτε όλα τα πλάσματα του δάσους και διώξαν τους πονηρούς και κακάσχημους κωνοφάγους. Και ο παππούς Βαγγέλης με τη γιαγιά Αλίκη, καθισμένοι κι’ αυτοί κοντά στο τζάκι που φεγγοβολούσε, σκέφτονταν πόσο σωστή ήταν τότε η απόφασή τους εκείνη. Όσο για τους κωνοφάγους, κανείς δεν άκουσε κάτι γι’ αυτούς μετά τη φυγή τους από το δάσος εκείνο. Γι’ αυτό και υπάρχουν σήμερα και θα υπάρχουν και στο μέλλον έλατα και πεύκα πάνω στη γη.

Για την αντιγραφή και μεταφορά:
Σαράντης Δημητριάδης


Σας ακούμε...