Εγκυκλοπαίδεια των Οχλήσεων

Τόμος Ι, Τεύχος 2

Ιστορία Δέκα Χρόνων
(Φεβρουάριος 1985)

πηγή: thebaddayswillend

Μετάφραση: Πριονιστήριο το Χρυσό Χέρι
(Φεβρουάριος 2020)

Τίτλος πρωτοτύπου:
Encyclopédie des Nuisances,  Histoire de dix ans (Février 1985)

Εκτυπώσιμη μορφή της Ιστορίας Δέκα Χρόνων

ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΩΝ

σχεδίασμα μιας ιστορικής απεικόνισης
των προόδων
της κοινωνικής αλλοτρίωσης

Όταν σκεφτόμαστε αυτά τα δέκα χρόνια, τη μορφή που έδωσαν στο πνεύμα της εποχής, το υφάδι που έπλεξαν, πάνω στο οποίο τα σχήματα της απουσίας συνείδησης κεντάνε τα προβλέψιμα συμπλέγματά τους, σκεφτόμαστε πρώτα την αδυναμία, και έπειτα την ανησυχία. Την αδυναμία των ατόμων που ολόκληρη η ζωή τους έχει υπαχθεί περισσότερο από ποτέ στις παραληρηματικές απαιτήσεις του σημερινού συστήματος παραγωγής, και την οποία καθιστούν απλώς εμφανέστερη η αξιοθρήνητη απολογητική φλυαρία τους, όπως και ο επίπλαστος κυνισμός τους ή η επιτηδευμένη ευφορία τους. Την ανησυχία που τα κυριεύει όταν βλέπουν, και το βλέπουν σχεδόν κάθε στιγμή, ότι οι αποζημιώσεις που πίστευαν ότι βρίσκουν για την παραίτησή τους είναι, ακόμα και ως πολύ φτωχές υλικές απολαύσεις, εξαιρετικά επισφαλείς: γιατί είναι παντού δηλητηριασμένες από την πραγματικότητα της αλλοτριωμένης εργασίας που αποτελεί την πηγή τους, και ο πολλαπλασιασμός τους κατάφερε απλώς να εξαπλώσει τη μιζέρια και τη βλαπτικότητα.

Παρόλη αυτή την αντικειμενική αποσύνθεση της υλικής βάσης της αυταπάτης, την ανησυχία που κατατρώει την τεράστια πλειονότητα των συγχρόνων μας, και πρώτα απ’ όλα εκείνους τους επίπλαστους πλούσιους που είναι οι πραγματικοί “νεόπτωχοι” (ενώ αυτοί που αποκαλεί έτσι η αντιστροφή του επίσημου ψεύδους είναι οι ανέκαθεν φτωχοί), τους υπαλλήλους του συστήματος που έχουν πρόσβαση στον επίπλαστο πλούτο του, αυτή η ανησυχία δεν τους ωθεί με κανέναν τρόπο στην εξέγερση. Αντιθέτως, φαίνεται ότι τους κάνει να προσκολλώνται ακόμα πιο απεγνωσμένα στις συνθετικές πραγματικότητες που διανέμονται από την εμπορευματική παραγωγή, όπως ο νευρωτικός προσκολλάται στα συμπτώματα της ασθένειάς του, ως υποκατάστατα μιας ικανοποίησης που δεν ήρθε. Πολύ γενικά, είδαμε τα τελευταία δέκα χρόνια να ενισχύονται οι δεσμοί με τους οποίους οι άνθρωποι παραμένουν προσδεμένοι στη δυστυχία τους· δεσμοί που, αν και δεν είχαν διαρρηχθεί πουθενά, είχαν χαλαρώσει για μια στιγμή. Και ταυτόχρονα είδαμε αυτή τη δυστυχία, την ιστορική δυστυχία της κοινωνικής αλλοτρίωσης, να καθολικεύεται μέχρι το σημείο να μη σώζεται πια τίποτα από όσα αποτελούσαν άλλοτε την άμεση ζωή, με τις περιορισμένες απολαύσεις της.

Αυτός ο κόσμος δεν έγινε λοιπόν με κανέναν τρόπο πιο αξιαγάπητος, αλλά κατάφερε παρόλα αυτά να αποκαταστήσει την ιδέα ότι είναι ο μόνος δυνατός. Για να διαλυθεί η συνέργεια των ανθρώπων με όσα τους σκοτώνουν, η προτίμησή τους για όσα τους βλάπτουν, πρέπει όντως να υπάρχει και να γίνεται αντιληπτή μια πρακτική εναλλακτική επιλογή που να παρέχει στον καθένα τη δυνατότητα μιας αυξημένης δύναμης, του άμεσα βιωμένου πλούτου. Ο φόβος της ελευθερίας δεν είναι ένα υπερ-ιστορικό πεπρωμένο, καθορίζεται από μια συγκεκριμένη κατάσταση όπου αυτό που θα απελευθερωνόταν, με τη διάρρηξη της νευρωτικής προσκόλλησης στον μηχανισμό της δυστυχίας, δεν θα είχε άμεση χρήση λόγω της απουσίας ενός συλλογικού σχεδίου όπου θα αποκρυσταλλώνονταν οι επιθυμίες της εποχής, και θα επέστρεφε έτσι εναντίον του υποκειμένου, για να το διαχωρίσει από τους άλλους, σαν τρέλα. Η διαλεκτική σκέψη είναι το επέκεινα αυτής της τρέλας, αλλά για να περάσει αυτή τη σκοτεινή στροφή, το “νυχτερινό σημείο της αντίφασης”, πρέπει η συνείδηση να γνωρίσει τον εαυτό της και να αναγνωριστεί στην επικοινωνία με άλλες συνειδήσεις. Ο διαλεκτικός λόγος είναι καταρχάς παράλογος σε σχέση με τον κυρίαρχο λόγο: αποκαλύπτοντας τον μερικό χαρακτήρα αυτού του τελευταίου, και διατυπώνοντας επακριβώς, σε συνάρτηση με τις δεδομένες συνθήκες, το σχέδιο του ξεπεράσματός του, γίνεται ο ίδιος πλήρης λόγος. Η νίκη της παλιάς τάξης συνίσταται ακριβώς στο να παρεμποδίζει αυτό, να εξωθεί την κριτική σκέψη στη μονομέρεια της καθαρής καταγγελίας ή της αυθαίρετης ερμηνείας, και να την μολύνει έτσι με τη δική της αναλήθεια: η θετικότητα χωρίς ιστορία και η αρνητικότητα χωρίς σχέδιο βρίσκονται λοιπόν αντιμέτωπες σαν δύο καθρέφτες που επιστρέφουν επ’ αόριστον ο ένας στον άλλον το κενό που τους χωρίζει, και τους συμπληρώνει.

Θα εξετάσουμε την επιδείνωση των υποκειμενικών συνθηκών της επανάστασης, και τις προόδους της αλλοτρίωσης που επέτρεψε, εστιάζοντας την ανάλυσή μας σε ορισμένες αποφασιστικές στιγμές αυτής της διαδικασίας στην Ευρώπη. Εκεί πράγματι αντιμετωπίζει αυτή η κοινωνία την πιο προχωρημένη κριτική θεώρηση, διότι εκεί γεννήθηκαν, μέσω των συγκρούσεων της πόλης, κι έπειτα μέσω εκείνων της σύγχρονης ταξικής κοινωνίας, η ιστορική σκέψη και το σχέδιο, που είναι ο κληρονόμος της, της καθολικής οικειοποίησης της ιστορίας, της υπαγωγής όλων των υφιστάμενων συνθηκών στην εξουσία των συνασπισμένων ατόμων. Εκεί λοιπόν επίσης, στην Ευρώπη, παίρνουν κάθε φορά οι νίκες της κυρίαρχης κοινωνίας την πιο χαρακτηριστική αντεπαναστατική μορφή τους: βοναπαρτισμός, σοσιαλδημοκρατία, φασισμός, σταλινισμός, τρομοκρατία του Κράτους. Οι βιομηχανίες που εξοπλίζουν την πιο σύγχρονη αλλοτρίωση μπορούν βέβαια να βρίσκονται στην Καλιφόρνια ή στην Ιαπωνία, αλλά η ισχύς της μετριέται στην Ευρώπη, με την Ευρώπη, διότι εδώ υπήρξε πάντα ενεργή η πιο σύγχρονη αμφισβήτηση, που επιδιώκεται να εξουδετερωθεί και να επαναφομοιωθεί: η αποκατάσταση της αλλοτρίωσης δεν ακολουθεί διαφορετική διαδρομή από τις απόπειρες της αποαλλοτρίωσης.

Έτσι κατά τη δεκαετία του εξήντα, η ανάπτυξη της εκσυγχρονισμένης αλλοτρίωσης μπόρεσε να γίνει κατανοητή και να καταπολεμηθεί με βάση το ευρωπαϊκό πεδίο της μνήμης –της μνήμης του προλεταριακού σχεδίου μιας αταξικής κοινωνίας, της μνήμης του σχεδίου της ατομικής χειραφέτησης που διατυπώθηκε από τη μοντέρνα τέχνη– και όχι σε εκείνο το προάστιο της σκέψης που είναι η αμερικανική μητρόπολη του εμπορευματικού θεάματος. Αυτό ισχύει σε τέτοιο βαθμό ώστε οι λίγες επιμέρους κριτικές διεργασίες που έλαβαν χώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν στην ουσία αποτελέσματα του επαναστατικού μαρξισμού της δεκαετίας του είκοσι που αντιμετωπίστηκε μέσω της εξορίας στην πραγματικότητα της πιο προχωρημένης ταξικής κοινωνίας, οι οποίες όμως έτσι εκτοπισμένες και αποκομμένες από το ζωντανό περιβάλλον τους δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην ακαδημαϊκή επαναφομοίωση. Μια κριτική θεωρία της κοινωνίας δεν μπορεί να υπάρξει και να αναπτύξει την αλήθεια της παρά μόνο υπολογίζοντας επακριβώς την κοινωνική χρήση της: πρέπει να καταπολεμήσει την ενσωμάτωσή της και την παραποίησή της από την κυρίαρχη κουλτούρα για να βρίσκεται εκεί ακέραια όταν το πραγματικό κίνημα της έμπρακτης κριτικής θα την χρειαστεί και θα την χρησιμοποιήσει. Αυτό δεν ήξερε κανένας πώς να το κάνει, εκείνα τα χρόνια, με εξαίρεση την καταστασιακή Διεθνή.

Στο κίνημα του Μάη, η κοινωνική κριτική των νέων συνθηκών του σύγχρονου καπιταλισμού συναντήθηκε, χάρη στη συνεκτική πρακτική των φορέων της, με την ανατροπή αυτών των συνθηκών από την αυτόνομη δράση του προλεταριάτου. Αλλά αυτές οι δύο συμπληρωματικές πτυχές δεν ενοποιήθηκαν σε διαρκή βάση: ήταν ταυτόχρονα παρούσες, συνδέθηκαν μέσω της επικοινωνίας χάρη στις πράξεις που εδραίωσε η επαναστατική στιγμή, αλλά ήταν ακόμα πολύ διαχωρισμένες, καθώς οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες κατάφεραν ουσιαστικά να απομονώσουν τους εργαζόμενους μέσα στα εργοστάσια. Αυτό που διακυβευόταν για την εποχή που άρχιζε τότε ήταν η εκπλήρωση όσων είχαν παραμείνει σε αναστολή τον μήνα του Μάη, η οικειοποίηση από το πραγματικό κίνημα της “δικής του άγνωστης θεωρίας”.

Η επανάσταση του Μάη αποτελούσε για το παγκόσμιο προλεταριάτο ένα νέο σημείο αφετηρίας με παγκόσμια ιστορική σημασία, και η ήττα του δεν επαρκούσε σε καμία περίπτωση για να διασφαλίσει μια μόνιμη αποκατάσταση της παλιάς τάξης: έπρεπε αυτή να καταφέρει επίσης να νικήσει όσα είχαν ξεκινήσει τότε. Είναι αρκετά εύκολο να διαπιστωθεί ότι πέτυχε αξιοσημείωτα αποτελέσματα υπό αυτή την έννοια, αλλά μια τέτοια διαπίστωση δεν έχει κανένα ενδιαφέρον αν δεν φροντίσουμε να καταλάβουμε τον τρόπο: σε αντίθεση με όλους τους υποταγμένους πρώην αριστεριστές που συστρατεύτηκαν άνευ όρων με την αντικειμενικότητα του υφιστάμενου κόσμου και δεν θέλουν να βλέπουν στις παλιές κριτικές θεωρήσεις τους τίποτα άλλο εκτός από ένα νεανικό σφάλμα, μια υποκειμενική αυταπάτη, το ζήτημα είναι να καταλάβουμε από την άποψη της ίδιας της διαδικασίας ποιες ευκαιρίες χάθηκαν, πώς επικράτησαν ορισμένες δυνατότητες σε βάρος άλλων, που θα μπορούσαν να είχαν τύχει καλύτερης υπεράσπισης, και τι θα μπορούσε να είχε επιχειρηθεί, και με ποιο διαφορετικό αποτέλεσμα. Για όσους εξετάζουν με απογοήτευση την ιστορία αυτών των χρόνων, η πρώτη διαπίστωση που επιβάλλεται είναι ότι οι επικεφαλής της άρχουσας τάξης κατάφεραν να αντιστρέψουν την πτωτική τάση του ελέγχου τους πάνω στην κοινωνία. Και πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η εμφανής αποσύνθεση της κοινωνίας δεν αναιρεί αυτή την ενίσχυση του κρατικού και εμπορευματικού ελέγχου: την εκφράζει. Θα ήταν ανούσιο να συγχαρούμε τους εαυτούς μας γι’ αυτό, καθώς πρόκειται για την καταστροφή όλων όσα υπήρχαν ακόμα ανεξάρτητα από τη μεσολάβηση του θεάματος και του Κράτους.

Μπορούμε να διαπιστώσουμε λοιπόν, εφόσον αντιμετωπίσουμε τα πράγματα ψυχρά, ότι οι ιδιοκτήτριες τάξεις, που πέρασαν αυτά τα χρόνια αναδιοργανώνοντας την κυριαρχία τους, δεν κοιμόντουσαν ούτε έπαιζαν. Αλλά πριν εξετάσουμε τι έκαναν αυτές, πώς ανέκτησαν την πρωτοβουλία, πρέπει να εξετάσουμε τι δεν έκαναν οι εχθροί τους, πώς τους επέτρεψαν να ανακτήσουν την πρωτοβουλία. Πραγματικά, αυτό είναι που υπήρξε καταρχάς καθοριστικό, και αυτή είναι επίσης η πλευρά που μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα, γιατί την γνωρίσαμε από πολύ κοντά. Μας αρμόζει λοιπόν για μια ακόμα φορά να πούμε, μαζί με τη δική μας, την αλήθεια της εξουσίας.

Στη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν την επανάσταση του Μάη, πολλοί πίστευαν ότι η ποινή που εξαγγέλθηκε τότε ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνική οργάνωση απέμενε απλώς να εκτελεστεί. Το ζήτημα των μέσων αυτής της εκτέλεσης στην πραγματικότητα δεν είχε εξεταστεί σχεδόν καθόλου. Θεωρήθηκε δεδομένο ότι μια απεριόριστη αυτονομία και μια καθολική ελευθερία θα εξασφάλιζαν τα πάντα. Αυτός ο κόσμος θα τελείωνε: ο μόνος λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να διαρκέσει ήταν επειδή υπήρχε. Και αυτός ο λόγος φαινόταν αδύναμος, σε σύγκριση με όλους εκείνους που αναγγέλλανε το αντίθετο. Η εξέγερση, η οποία γεννήθηκε από μια δυσαρέσκεια που αφορούσε το σύνολο της ζωής, γενικευόταν· και όλες οι κυρίαρχες συνθήκες της ύπαρξης επλήγησαν ως μη πραγματικές. Οι ίδιοι οι διευθύνοντες δεν μιλούσαν παρά μόνο για την αλλαγή τους το συντομότερο δυνατό.

Ωστόσο, σε μια αντιπαράθεση αυτού του είδους, οι δυνάμεις μετρώνται σε σχετικά μεγέθη, και όχι από την άποψη μιας απόλυτης γνώσης που ξέρει καλά πώς να μιλάει για παρακμή ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του ιστορικού λεξικού. Μπορεί κανείς πάντα να ειρωνεύεται τα ψεγάδια των διευθυνόντων· αλλά με αυτά τα ψεγάδια εξακολουθούν να γίνονται ανεκτοί, διατηρούν την εξουσία, και αυτό είναι το μόνο που τους ενδιαφέρει. Αυτός ο αδύναμος λόγος για να διαρκέσει το σύστημα που ήταν η ίδια η ύπαρξή του ήταν τελικά αρκετά ισχυρός, μιας και πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι λόγοι που του αντιτάχθηκαν αποδείχθηκαν ακόμα πιο αδύναμοι.

Στη Γαλλία, το ρεύμα της κοινωνικής κριτικής που είχε αναπτυχθεί από τη βιωμένη άρνηση τον Μάη δεν μπόρεσε να οργανωθεί για να καταπολεμήσει σε διαρκή βάση το θεαματικό μονοπώλιο του λόγου. Είναι αλήθεια ότι η θεωρία αυτής της οργάνωσης ήταν τόσο καινούρια όσο και οι επαναστατικές συνθήκες που την καθιστούσαν αναγκαία. Ήταν αρκετά εύκολο να γνωρίζει κανείς όσα δεν μπορούσαν πια να είναι χρήσιμα (κόμματα, συνδικάτα, μιλιταντισμός), αλλά αυτή η άρνηση των διαμεσολαβητών καθιστούσε ακόμα πιο ζωτικής σημασίας την επίγνωση των αναγκαίων μεσολαβήσεων. Αυτοί που είχαν βρει στον Μάη την άμεση χρήση της εξέγερσής τους, στη συνάντησή της με την πρώτη άγρια γενική απεργία της ιστορίας, έπρεπε τώρα να μάθουν αυτό που δεν είχαν τον χρόνο ούτε την ανάγκη να μάθουν προηγουμένως: να διαχειριστούν τις δυνάμεις τους, να υπολογίσουν το σημείο εφαρμογής τους, με δυο λόγια να σκεφτούν στρατηγικά. Οι περισσότεροι δεν τα κατάφεραν, και πολλοί ήταν εκείνοι που όχι απλά έχασαν το νήμα της ιστορικής επίγνωσης, αλλά χάθηκαν και οι ίδιοι στις διάφορες παραλλαγές της παραίτησης. Η μακροπρόθεσμη υλοποίηση όσων είχαν γίνει πρωτίστως άμεσα αισθητά ως καθολική θέληση –αρκετά αφοπλισμένη– για ανατροπή, αντί να γίνουν πραγματικά κατανοητά σε όλες τις διαστάσεις τους, ήταν σίγουρα ένα τεράστιο έργο. Αλλά το πρόγραμμα της σύγχρονης επανάστασης, που διαμορφώνει το σχέδιο μιας καθολικής ιστορικής παρουσίας των ατόμων, δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να υπερασπιστεί τον εαυτό του μέσω της παράλειψης, παρόλο που παντού τόσοι πολλοί άνθρωποι επιχειρούσαν να παρέμβουν ενάντια στις συνθήκες ύπαρξης που είχαν φτιαχτεί γι’ αυτούς.

Σε τελική ανάλυση, η κύρια αδυναμία του ριζοσπαστικού ρεύματος μετά τον Μάη ήταν ότι δεν είχε επίγνωση του εαυτού του, με τα όριά του και τα συγκεκριμένα καθήκοντά του. Με την αφηρημένη ταύτισή του με το “προλεταριάτο”, έχασε ταυτόχρονα, μέσα σε αυτή τη ριζική απροσδιοριστία μιας νύχτας της ολότητας όπου θα εξαφανίζονταν με άνεση οι πραγματικές δυσκολίες μιας δραστηριότητας που εξακολουθούσε να αποτελεί ουσιαστικά μια δραστηριότητα πρωτοπορίας, την επίγνωση όσων έκανε και μπορούσε να κάνει και εκείνη όσων έκαναν και μπορούσαν να κάνουν οι εργαζόμενοι στον αγώνα ενάντια στην αυτονομημένη αντιπροσώπευσή τους. Εκείνη τη στιγμή όπου τόσα πολλά πράγματα ήταν δυνατά, αυτοί που βρίσκονταν στις πιο προχωρημένες επαναστατικές θέσεις άφησαν έτσι στις διάφορες φράξιες του αριστερισμού το πεδίο των συγκεκριμένων αγώνων που διεξάγονταν παντού, ενάντια σε κάθε πτυχή της αλλοτρίωσης. Αυτοί οι αγώνες αναμφίβολα μιλούσαν ακόμα συχνά μια μυστικοποιημένη γλώσσα, αλλά η περιφρόνηση του “τμηματικού” την οποία επιδείκνυαν οι υποστηρικτές της καθαρότητας που αποσύρονταν περήφανα στη σκηνή της ολότητας ήταν μάλλον μια περιφρόνηση της ζωντανής ολότητας, που δεν είναι ένα δεδομένο αποτέλεσμα αλλά μια πρακτική διαδικασία, ένας αγώνας διαμέσου της ιδιαιτερότητας κάθε βιωμένης αντίφασης, για να επιτευχθούν συνθήκες ενότητας και γενικά συμπεράσματα.

Τα Κράτη και οι διάφορες δυνάμεις της αντεπανάστασης, από την πλευρά τους, ως συνήθως δεν είχαν καμία ανάγκη να καταλάβουν την πλήρη ιστορική σημασία όσων έκαναν, και έβρισκαν εύκολα στην απειλούμενη κατάστασή τους το περιεχόμενο και το αντικείμενο της δραστηριότητάς τους: τους αρκούσε να ολοκληρώσουν κάτω από την πίεση της αμφισβήτησης όσα είχαν αρχίσει να κάνουν μέσα στην ευφορία της κοινωνικής ειρήνης, και όλα τα ιδιαίτερα κατασταλτικά καθήκοντά τους συνέκλιναν αυθόρμητα στην επιχείρηση υπαγωγής του συνόλου της ζωής στις προσταγές της οικονομίας που αναπτύσσεται για τον εαυτό της. Εφόσον δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η καταπιεστική συνοχή του εμπορεύματος, ως καθολικής κοινωνικής σχέσης, η πανουργία του εμπορευματικού λόγου εξασφαλίζει στους υπηρέτες του την ευφυΐα που τους είναι επαρκής: εκπληρώνουν τα συμφέροντά τους, και ταυτόχρονα συμβαίνει αυτό το άλλο πράγμα που βρίσκεται κρυμμένο εκεί, το οποίο δεν αντιλαμβανόταν η συνείδησή τους και δεν αποτελούσε μέρος της θεώρησής τους. Δείτε για παράδειγμα τους σταλινικούς, συνειδητούς εχθρούς του προλεταριάτου εφόσον αυτό υπάρχει ως τέτοιο, και με ποιον τρόπο, σπάζοντας τις απεργίες για να διατηρήσουν την εξουσία τους, άνοιξαν τον δρόμο για τη “βιομηχανική αναδιάρθρωση” που καταργεί τη βάση της!

Από την άλλη πλευρά, το κοινωνικό κίνημα που οδηγούσε το προλεταριάτο να καταπολεμήσει την εκσυγχρονισμένη αθλιότητά του και να επανασυνδεθεί με τη χαμένη ιστορία του δεν μπορούσε να αντλήσει τη συνοχή του παρά μόνο από τη συνείδηση του σχεδίου του. Η διαδρομή του δεν μπορούσε παρά να είναι μακριά και δύσκολη, διότι βρισκόταν αντιμέτωπο με την ανάγκη να κατανοήσει τον εαυτό του, και επομένως να δημιουργήσει από το τίποτα τα πρακτικά μέσα αυτής της κατανόησης. Αυτό που επανερχόταν έτσι στην ημερήσια διάταξη ήταν η αυτόνομη οργάνωση του προλεταριάτου, τα Συμβούλια των εργαζομένων, επαναπροσδιορισμένα με βάση το σύνολο των σύγχρονων καθηκόντων τους, δεδομένου ότι η ίδια η κίνηση της οικονομίας, που γινόταν ολοένα εμφανέστερα η άρνηση της ζωής, κατέστρεφε την αυταπάτη μιας αυτοδιαχείρισης περιορισμένης στην υπάρχουσα παραγωγή. Το ριζοσπαστικό ρεύμα των υποστηρικτών μιας σύγχρονης κοινωνικής κριτικής, που αναπτύχθηκε κυρίως μέσα στη νεολαία, υπερασπιζόταν βέβαια αυτό το σύνθημα των Συμβουλίων. Ωστόσο, ανίκανο να αποσαφηνίσει το περιεχόμενό του μέσω της δικής του δραστηριότητας, καταπολεμώντας αποτελεσματικά εκεί όπου υπήρχαν, όλα όσα η εξουσία των Συμβουλίων έπρεπε να καταργήσει οριστικά (πολεοδομία, κουλτούρα, διασκεδάσεις, κ.λπ.), οδηγήθηκε να περιμένει εξολοκλήρου, με μια αυξανόμενη έλλειψη ρεαλισμού που αντιστρεφόταν ενίοτε κωμικά σε κριτική δηκτικότητα, από εργατικούς αγώνες που ήταν ακόμα πιο ανίκανο να υποστηρίξει, και ακόμα και να καταλάβει, να αναιρεθούν με μαγικό τρόπο όσα το χώριζαν από αυτούς. Στη Γαλλία, αυτός ο διαχωρισμός ενισχύθηκε, με τη δύναμη των συνδικαλιστών γραφειοκρατών που ήταν οι φρουροί του, από το γεγονός ότι πολλοί νέοι εργάτες επέλεξαν μετά το 1968 να εγκαταλείψουν εκείνα τα εργοστάσια στις πύλες των οποίων είχαν γράψει κάποτε: “Εδώ τελειώνει η ελευθερία.” Έτσι το κίνημα που είχε σταματήσει το 1968 πριν τη δημιουργία αυτόνομων οργανώσεων που θα αντέστρεφαν τον αντισυνδικαλιστικό αγώνα σε θετικό σχέδιο για μια καθολική δημοκρατία, μακράν του να ενισχυθεί μέσω της μνήμης των προλεταριακών επιδιώξεων του παρελθόντος, εξασθένησε μέχρι το σημείο να ξεχάσει όσα είχε κάνει αυτό το ίδιο.

Στην Ιταλία, η εξέλιξη των ολοένα πιο ανοιχτά αντισυνδικαλιστικών αγώνων του “έρποντος Μάη”, που οδηγούσε ακάθεκτα προς μια ανοιχτή αναμέτρηση, είχε διακοπεί από τις αστυνομικές βόμβες του Μιλάνου τον Δεκέμβρη του 1969. Και οπουδήποτε αλλού, σε αυτή την Ευρώπη που την διαπερνούσε προς κάθε κατεύθυνση η άγρια απεργία, διαπιστωνόταν ότι το προλεταριάτο, μετά την πρώτη του νίκη, την επανεμφάνισή του ως ιστορικού υποκειμένου, δεν κατάφερνε να οδηγήσει πιο μακριά την επίθεσή του. Μπορούσε βέβαια να θέτει το υφιστάμενο σύστημα σε κρίση, αλλά στη συνέχεια σταματούσε, σαν να μην ήταν πεπεισμένο για την ικανότητά του να οργανώσει εκ νέου τον κόσμο σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Και σε αυτές τις υποθέσεις είναι αρκετό να πιστεύουν οι άνθρωποι ότι δεν μπορούν να πετύχουν κάτι για να μην μπορούν να το πετύχουν πραγματικά.

Στην Πορτογαλία περισσότερο από οπουδήποτε αλλού αυτή η υποκειμενική αδυναμία εκδηλώθηκε ξεκάθαρα ως εσωτερικό όριο, διότι η επαναστατική κρίση που αναπτύχθηκε εκεί από τον Απρίλιο του 1974 έως τον Νοέμβριο του 1975 βρέθηκε ενώπιον μιας οιονεί εξαφάνισης του Κράτους και μιας αδυναμίας καταστολής για τις οποίες η ιστορία προσφέρει ελάχιστα παραδείγματα τέτοιας διάρκειας. Αυτή η εξαιρετική βραδύτητα της επαναστατικής διαδικασίας εξηγείται από την αδυναμία των εμπλεκόμενων δυνάμεων, που τις απάλλαξε αμοιβαία, για τόσο μεγάλο διάστημα, από την υποχρέωση να φτάσουν στο τέρμα: η δυαδικότητα της εξουσίας διήρκεσε τόσο πολύ επειδή δεν αποκρυσταλλώθηκε ποτέ πλήρως.

Το οικουμενικό περιεχόμενο της πορτογαλικής επανάστασης συγκαλύφθηκε καταρχάς από την παραδοξότητα της γένεσής της, που το απέκρυψε εν μέρει από τους κύριους πρωταγωνιστές της, τους εργαζόμενους που εκμεταλλεύτηκαν αμέσως το ρήγμα που άνοιξε ο στρατός, και επέτρεψε ακόμα πιο εύκολα την απόκρυψή του από τους πιθανούς συμμάχους τους στην Ευρώπη, πρωτίστως στην Ισπανία. Το κενό εξουσίας, το οποίο δημιουργήθηκε από εκείνους τους στρατιώτες που, υποχρεωμένοι να πολεμάνε στο εξωτερικό για να μην αλλάξει τίποτα στην Πορτογαλία, επέλεξαν να αλλάξουν τα πάντα στην Πορτογαλία για να μην πολεμάνε πλέον στο εξωτερικό, και το οποίο οξύνθηκε στη συνέχεια πολύ γρήγορα από την προλεταριακή ανατροπή, εξηγεί γιατί αυτό το επαναστατικό κίνημα μπόρεσε εύκολα να προχωρήσει πιο μακριά, από ορισμένες απόψεις, από τους προκατόχους του στη Γαλλία και στην Ιταλία: κριτική των πολιτικών κομμάτων, απαίτηση για άμεση δημοκρατία, άρνηση της χειραγώγησης των συνελεύσεων, περιφρόνηση του Κράτους, έμπρακτη κριτική της κρατικής και ατομικής ιδιοκτησίας, οικειοποίηση των μέσων επικοινωνίας από τους εργαζόμενους, και τέλος ένα αντιιεραρχικό κίνημα μέσα στον στρατό που τον καθιστούσε άχρηστο για  τις κατασταλτικές απόπειρες που επείχαν τη θέση Κράτους. Αλλά αυτή η ευκολία εξηγεί επίσης αυτό που ήταν μέχρι το τέλος η αδυναμία μιας επανάστασης που όφειλε τις επιτυχίες της λιγότερο στην οργανωμένη σε πρακτική δύναμη συνείδησή της απ’ ό,τι στην ασυνέπεια των εχθρών της και στην καλοπροαίρετη ουδετερότητα του λαϊκο-αριστερίστικου τμήματος του στρατού που αποτελούσε στο εξής τη μοναδική εξουσία στη χώρα. Και όπως μπορούσε να διαπιστώσει κανείς για μια ακόμα φορά στις 25 Νοεμβρίου 1975, όταν η αριστερά του στρατού εξαλείφθηκε τελικά από τους μετριοπαθείς αξιωματικούς, τίποτα δεν είναι τόσο ανίσχυρο ή ασταθές όσο η αναγνώριση μιας εξουσίας που δεν στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις: αυτό το προλεταριακό κίνημα που είχε προχωρήσει τόσο μακριά εξαφανίστηκε σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, χωρίς να επιχειρήσει καν έναν οποιονδήποτε αμυντικό αγώνα.

Αυτή η κατάληξη δεν ήταν παρά το τελευταίο μιας σειράς πραξικοπημάτων μέσω των οποίων συγκρούονταν στο εσωτερικό του στρατού τα διάφορα σχέδια παλινόρθωσης του Κράτους και εξουδετέρωσης του προλεταριάτου. Τελικά η ανοιχτή ανταρσία των αλεξιπτωτιστών παρείχε στις 24 Νοεμβρίου το νομικό πρόσχημα για την έναρξη μιας επιχείρησης που είχε προετοιμαστεί αρκετούς μήνες πριν και ήταν έτοιμη επί εβδομάδες. Με τη βοήθεια μίας μόνο στρατιωτικής μονάδας που υστερούσε πολύ αριθμητικά, αλλά με μεγάλη αποφασιστικότητα, η μετριοπαθής πτέρυγα του MFA [1] κατέστειλε διαδοχικά όλες τις αριστερές ή αντάρτικες μονάδες, των οποίων οι αξιωματικοί δέχτηκαν να συλληφθούν χωρίς αντίσταση, αποδεικνύοντας με αυτόν τον λεγκαλισμό ότι ο αριστερισμός τους, αν και οπλισμένος, δεν ήταν παρά μια αναχρονιστική παρωδία του λενινισμού. Αυτή η αμαχητί ήττα ήταν επίσης μια ήττα για τους επαναστάτες εργαζόμενους, στον βαθμό ακριβώς που οι ίδιοι δεν είχαν καταφέρει να απελευθερώσουν το κίνημά τους από την κηδεμονία των ανίκανων προστατών τους, και μετέβησαν με την ίδια έλλειψη ρεαλισμού από μια υπερβολική αυτοπεποίθηση σε μια υπερβολική απογοήτευση. Κάθε αφηρημένη κριτική αυτής της λιποψυχίας θα ήταν προφανώς γελοία, αλλά πρέπει να επισημανθεί ότι όταν κάποιος παύει να αποτελεί ενεργό παράγοντα μέσα στην ιστορία δεν προστατεύεται ωστόσο από τα χτυπήματά της: τα δέχεται απλώς μέσα σε μια μάχη που δεν έχει επιλέξει.

Αν η πορτογαλική επανάσταση ήταν παρόλα αυτά, και πρώτα απ’ όλα παρά τον αρχαϊσμό της κυριαρχίας ενάντια στην οποία ξεκίνησε, μια σύγχρονη επανάσταση, αυτό ισχύει επειδή ήταν παρούσα και ενεργή εκεί η αυτόνομη οργάνωση χωρίς την οποία οι προλετάριοι δεν μπορούν να αρχίσουν να επικοινωνούν τις πραγματικές ανάγκες τους. Αυτή η αυτόνομη παρέμβαση σήμαινε ότι ο κύριος αγώνας δεν εκτυλισσόταν ανάμεσα στη διατήρηση του παρελθόντος και την επαναστατική αλλαγή του, αλλά ανάμεσα σε δύο γενικές αντιλήψεις της αλλαγής. Η μία θετική, αποδοτική, δεδομένου ότι είναι οι αφέντες της κοινωνίας αυτοί που την θέτουν καθημερινά σε εφαρμογή, κατασκευάζοντας με συνεχώς αυξανόμενα μέσα τον διάκοσμο και τις συνθήκες ζωής που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη της οικονομίας και του Κράτους· η άλλη αυθόρμητη, διστακτική, αρνητική, πρωτίστως χωρίς γλώσσα και χωρίς σχέδιο, αλλά οδηγούμενη από τον ίδιο τον αγώνα ενάντια σε όσα αρνείται να ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό της ως τον ιστορικό εχθρό της οικονομίας και του Κράτους. Η οριοθέτηση αυτών των δύο αντιλήψεων της αλλαγής δεν έφτασε ποτέ στην Πορτογαλία σε μια τέτοια διαύγεια, αλλά την προσέγγισε αρκετά ώστε να κινητοποιηθούν για να την αντιμετωπίσουν όλες οι εφεδρείες της θεαματικής παρεμβολής. Ο σύγχρονος χαρακτήρας του πορτογαλικού επαναστατικού κινήματος ήταν επομένως λιγότερο εμφανής σε όσα έκανε το ίδιο απ’ ό,τι σε όσα έκαναν οι δυνάμεις που εγέρθηκαν εναντίον του.

Θα μπορούσε να μετρήσει κανείς με αυτή την ευκαιρία τις προόδους που επιτεύχθηκαν στην παραγωγή της απουσίας συνείδησης από την εποχή όπου η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ακριβώς πριν τη δολοφονία της από τη σοσιαλδημοκρατία, ανακάλυπτε σε αυτή την εργατική αντιπροσώπευση που αντιστράφηκε εναντίον της προλεταριακής αυτονομίας το μυστικό των καινούριων συνθηκών όπου το κεντρικό ζήτημα της επανάστασης δεν μπορεί πλέον να τίθεται ανοιχτά και ειλικρινά μέσω ενός αγώνα με ακάλυπτο πρόσωπο, την πρωταρχική συσσώρευση του σύγχρονου θεάματος που, έχοντας απαλλοτριώσει τους ανθρώπους από οποιαδήποτε παρέμβαση στην ιστορία, μπορεί τώρα να τους δώσει την εκδοχή της ιστορίας που επιλέγει η ίδια για να την ατενίζουν. Οι κρυφές διεθνείς διασυνδέσεις του πραξικοπήματος της 25ης Νοεμβρίου (με τους μετριοπαθείς αξιωματικούς να έχουν κληρονομήσει την υποστήριξη που είχε δοθεί αρχικά στον Σπίνολα) είχαν ως ορατό αντίκρισμα, και μάλιστα τόσο πιο ορατό όσο το ζήτημα ήταν να μη βλέπει κανείς παρά μόνο αυτό, την οικουμενική συνεργασία των παραγόντων της πληροφόρησης και του μονοπωλίου της φαινομενικότητας (πολιτικών, ειδικών των μέσων μαζικής ενημέρωσης, κ.λπ.) που έδειξαν τι μαθήματα είχαν από την πλευρά τους αποκομίσει από το 1968 σπάζοντας κάθε ρεκόρ διαστρέβλωσης και λογοκρισίας· σε τέτοιο σημείο ώστε το βαθύ κίνημα της εργατικής αυτονομίας δεν εμφανιζόταν σχεδόν καθόλου στις ειδησεογραφικές αναφορές, ενώ η κύρια καθυστέρηση της πορτογαλικής επανάστασης, ο ένοπλος αριστερισμός των λοχαγών, φωτίστηκε απεναντίας στον μέγιστο βαθμό. Αυτή η Ιερά Συμμαχία δεν είναι βέβαια καθαυτή πιο σύγχρονη από τα συμφέροντα που εξυπηρετεί, αλλά τα μέσα της, οι διεργασίες της και το πεδίο δράσης της είναι στο έπακρο σύγχρονα. Ορίζουν εξ αντιδιαστολής όσα πρέπει να κάνει ένα επαναστατικό κίνημα για να σπάσει την απομόνωσή του και να βρει τους συμμάχους του. Πραγματικά, η θεαματική πληροφόρηση δεν είναι απλώς το παλιό αστικό ψέμα τεχνικά εξοπλισμένο, αλλά μια αναγκαία στιγμή στην οικοδόμηση μιας πραγματικότητας που διαφεύγει του ελέγχου, της κατανόησης όπως και της ιστορικής διόρθωσης. Είναι επίσης από αυτή την πλευρά που πρέπει να γίνει κατανοητή η επιλογή των σύγχρονων Κρατών να αποφεύγουν, όσο μπορούν, μια αιματηρή καταστολή. Είναι πράγματι σε θέση να γνωρίζουν ότι οφείλουν πρωτίστως να αποκρύπτουν τη διαχωριστική γραμμή που χαράσσει ο κοινωνικός πόλεμος, την πραγματικότητα της επιλογής και της δυνατής παρέμβασης, να αποτρέπουν αυτή την αντιπαράθεση μεταξύ οικουμενικών συμφερόντων που αφορούν την ολότητα της κοινωνικής πρακτικής από το να θρυμματίσει την εικόνα-οθόνη των χειραγωγημένων ειδήσεων, όπου η προδηλότητα των γεγονότων είναι πάντα αυτή του τετελεσμένου γεγονότος, και το τετελεσμένο γεγονός η ανανέωση της ιεραρχικής παλιατζούρας. Έτσι οι εξουσιοδοτημένοι σχολιαστές, παραληρώντας με τα ίδια τους τα ψέματα, μπόρεσαν να μιλήσουν ακόμα και για τον “σουρρεαλιστικό” χαρακτήρα της πορτογαλικής επανάστασης, καθιστώντας πραγματικά την εξέλιξή της εντελώς ακατανόητη εφόσον συγκαλύφθηκε η προλεταριακή απειλή που καθόριζε τη δράση όλων των άλλων πρωταγωνιστών.

Αλλά και στην Πορτογαλία, η επίδραση του θεάματος, η αποστέρηση που καθιστά ξένη στους ανθρώπους την ίδια τους την ιστορία, και που συντελεί ώστε όσα σκέφτονται ακόμα με τις λέξεις της εξουσίας να τους κρύβουν όσα ήδη κάνουν εναντίον της, είχε σημαντικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη του αυτόνομου κινήματος των εργαζομένων. Αυτοί που έπρεπε και θα μπορούσαν να καταπολεμήσουν αυτή την καθυστέρηση της συνείδησης, οι υποστηρικτές ενός προγράμματος καθολικής ανατροπής, κατέδειξαν μέχρι του σημείου της καρικατούρας την επαναστατίστικη ιδιοτροπία μιας ενατενιστικής ταύτισης με το προλεταριάτο, του οποίου ο απόλυτος ριζοσπαστισμός, προαπαιτούμενος λόγω της ανικανότητάς τους, υποτίθεται ότι θα τους γλίτωνε από τον κόπο να πρέπει να καταστήσουν νικηφόρες τις προοπτικές τους. Τη στιγμή που το κίνημα των συνελεύσεων αντιμετώπιζε την ανάγκη να επινοήσει τη δική του γλώσσα για να γνωστοποιηθούν όσα έκανε και όσα μπορούσε να κάνει, αυτοί δεν επιχείρησαν τίποτα για να βοηθήσουν στην αυτοάμυνά του ενάντια στον ιδεολογικό βομβαρδισμό στον οποίο υποβαλλόταν, από τη σταλινική διαστρέβλωση μέχρι τον αριστερίστικο κονφουζιονισμό. Αυτή η επαίσχυντη παραίτηση επηρέασε σίγουρα την πορεία των γεγονότων, έστω και αν δεν εξηγεί από μόνη της γιατί ο άμεσος συντονισμός που σκιαγραφήθηκε από τις συνελεύσεις χειραγωγήθηκε και εξουδετερώθηκε εύκολα, με αποτέλεσμα το κίνημα να εξαρτάται ολοένα περισσότερο από εξωτερικά όργανα πληροφόρησης (Radio-Renascença και Republica) εν μέρει ελεγχόμενα από τους εργαζόμενους και πιο ευάλωτα από κάθε άποψη· αλλά κυρίως, καθώς δεν διατύπωσαν στην αλήθεια τους τα πρακτικά προβλήματα που βρέθηκε να αντιμετωπίζει το κίνημα των συνελεύσεων, και που είναι αυτά τα οποία τίθενται πάντα σε κάθε προλεταριακό κίνημα, οι αδρανείς εξτρεμιστές επέτρεψαν να νικηθεί και να εξαφανιστεί αυτό το κίνημα χωρίς να έχει αφήσει πίσω του το μέγιστο πλήθος γενικών συμπερασμάτων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από έναν πιο συνειδητό αγώνα.

Σίγουρα δεν είναι οι θεωρίες αυτές που δημιουργούν την ιστορία, και δεν είναι αυτές που ωθούν τους προλετάριους να επιχειρήσουν να καταρρίψουν μια κοινωνική οργάνωση: η τελευταία φροντίζει άριστα να το κάνει η ίδια, ειδάλλως κανένας δεν μπορεί να το κάνει στη θέση της. Αλλά όταν τα άτομα ξεκινάνε ένα τέτοιο εγχείρημα, και από τη στιγμή που επιδιώκουν να καταπολεμήσουν μια συγκεκριμένη αισχρότητα, το γεγονός της ύπαρξης μιας γενικής ιστορικής αντίληψης, στον βαθμό που και η ίδια έχει συλληφθεί και διατυπωθεί με έναν τέτοιο στόχο, μπορεί να διευκολύνει σημαντικά την πρόσβασή τους στην κατανόηση της ίδιας της δράσης τους. Και αυτός ο κερδισμένος χρόνος μπορεί να είναι καθοριστικός, σε μια αναμέτρηση όπου τα πάντα προχωράνε συνήθως πολύ γρήγορα. Όποια και αν είναι όμως η έκβαση του αγώνα, αν το προλεταριακό κόμμα έχει καταφέρει να διακηρύξει με σαφήνεια τους στόχους του και τα οικουμενικά συμφέροντα που διακυβεύονται, θα έχει κερδίσει εκεί μια σημαντική νίκη απέναντι στην οργάνωση της παθητικότητας και της ιστορικής αμνησίας. Αντίθετα, αν δεν έχει διακηρύξει με σαφήνεια την αυτόνομη προοπτική του, θα χάσει μαζί με τη μνήμη όσων έκανε τη συνείδηση όσων ήταν πραγματικά δυνατά.

Το εύρος των καθηκόντων ενός σύγχρονου προλεταριακού κινήματος αναδείχθηκε ξανά στην Ισπανία εν μέσω της κοινωνικής κρίσης της οποίας το βάθος αποκάλυψε η εξάντληση του φρανκισμού και των εφεδρικών πολιτικών. Το κίνημα των συνελεύσεων που γενικεύτηκε από το 1976 έως το 1978 με τις απεργίες των εργατών και σηματοδότησε την αυτόνομη παρέμβαση του προλεταριάτου στον πόλεμο διαδοχής που ξεκίνησε με τον θάνατο του Φράνκο, ένα κίνημα το οποίο ανακάλυψε εκ νέου την καλύτερη ελευθεριακή παράδοση της άμεσης δράσης στην ταξική πάλη, δεν κατάφερε ωστόσο να γνωρίσει τον εαυτό του γνωρίζοντας όλους τους εχθρούς του. Είναι αλήθεια ότι του έλειπαν το σχέδιο της καθολικής χειραφέτησης και η οργανική εμπειρία που κατείχε σε μεγαλύτερο βαθμό το ελευθεριακό κίνημα πριν τον εμφύλιο πόλεμο. Αλλά ήταν αντιθέτως λιγότερο επιρρεπές στη ρητορική, λιγότερο αντι-διανοουμενίστικο και πιο απαιτητικό απέναντι στους συντρόφους-ηγέτες και τους “διακεκριμένους αγωνιστές”. Με δυο λόγια ήταν, για το καλύτερο και για το χειρότερο, πιο σύγχρονο: χωρίς ιδεολογία, αλλά επίσης χωρίς γλώσσα και χωρίς μνήμη.

Καταρχάς, με την ίδια την ύπαρξή του, το κίνημα των συνελεύσεων διέψευσε όλους τους ψεύτες που, μιλώντας στο όνομα του φιμωμένου προλεταριάτου, προεξοφλούσαν ήδη την υποτιθέμενη υποταγή του στους καπιταλιστικούς τομείς που είχαν συμφέρον από την αλλαγή –που έβλεπαν ότι ο φρανκισμός είχε χάσει τον έλεγχο της ισπανικής κοινωνίας– , καυγαδίζοντας μαζί τους μόνο σε σχέση με τη δική τους θέση σε μια ανανεωμένη διαχείριση. Έτσι κατέστη δυνατό να διαπιστωθεί μέσα από τα γεγονότα ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, στην ολοκληρωμένη μορφή της, δεν αποτελεί μια προσέγγιση αλλά ακριβώς το αντίθετο της πραγματικής δημοκρατίας: πρέπει οι άνθρωποι να σταματήσουν να μιλάνε άμεσα για τις δικές τους υποθέσεις προκειμένου να εδραιωθεί το πολιτικό θέαμα, με το μονοπώλιο του λόγου που είναι η προϋπόθεσή του. Η κατασκευή του ψεύδους του περνάει από την καταστροφή του πρακτικού πεδίου της αλήθειας, όπου όλα τα προβλήματα της κοινωνίας τίθενται έτσι όπως μπορούν να επιλυθούν.

Σε αντίθεση με την Πορτογαλία, το προλεταριάτο στην Ισπανία δεν επωφελήθηκε από μια αποδυνάμωση του Κράτους εξαιτίας μιας απερίσκεπτης μεταρρυθμιστικής απόπειρας. Το κόμμα της σύγχρονης αντεπανάστασης –αυτοί που για να παραμείνουν εντός του Κράτους ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν εκείνους που ήθελαν να εισχωρήσουν σε αυτό– είχε αναμφίβολα μάθει κάτι από τις κακοτυχίες των γειτόνων του: θυσίασε όσα έπρεπε να θυσιάσει, αλλά τίποτα παραπάνω, και κατάφερε να αποτρέψει τη μετατροπή της υποχώρησής του σε κατάρρευση, οπισθοχωρώντας βήμα-βήμα μέχρι το σημείο όπου η ισορροπία αποκαταστάθηκε, κυρίως εξαιτίας της διασποράς των προλεταριακών δυνάμεων. Ωστόσο, καθώς έπρεπε έτσι να προχωρήσει από την αρχή ενάντια στους πάντες και τα πάντα, το κίνημα των συνελεύσεων επέδειξε ένα αξιοσημείωτο πνεύμα θέλησης και αποφασιστικότητας. Επιδιώκοντας να αντιταχθούν στον εκσυγχρονισμό του Κράτους τη στιγμή που τα μετα-πανεπιστημιακά στελέχη –ακόμα πιο εξαρτημένα από το Κράτος εδώ απ’ ό,τι αλλού, με δεδομένη την αδυναμία του ιδιωτικού καπιταλισμού– προσδοκούσαν από αυτόν την ανάπτυξη του διοικητικού, πολιτικού και πολιτιστικού μηχανισμού που θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει επιτέλους τις θέσεις εργασίας που εποφθαλμιούσαν, οι εργατικοί αγώνες προκάλεσαν αμέσως τη σφοδρή εχθρότητα όλου αυτού του κατώτερου προσωπικού του κοινωνικού ελέγχου· ενώ οι σταλινικοί, αντιθέτως, βρήκαν εκεί, όπως είναι φυσικό, τους πιο σταθερούς υποστηρικτές τους.

Η επίθεση κορυφώθηκε στη Βιτόρια (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1976). Αν οι απεργίες του Ιανουαρίου στη Μαδρίτη είχαν πείσει τα αφεντικά για την αναγκαιότητα των συνδικάτων που ελέγχουν τους εργαζόμενους, η γενική απεργία στη Βιτόρια τορπίλισε αναμφισβήτητα το σχέδιο της σταλινικής ανανέωσης του κάθετου συνδικάτου και αποκάλυψε την εμβρυακή συμφωνία μεταξύ του καθεστώτος και της αντιπολίτευσης. Αυτό ήταν το τέλος της σχετικής ανοχής που είχε επιδείξει η κυβέρνηση για να καταστήσει αξιόπιστες τις υποσχέσεις της για μεταρρύθμιση. Οι εργάτες της Βιτόρια πυροβολήθηκαν με πολυβόλα, ενώ η αντιπολίτευση ανέλαβε να απομονώσει την εξέγερσή τους. Από εκείνη τη στιγμή, με την αποτυχία της φρανκικής μεταρρύθμισης, η αστική τάξη, εκεί όπου δεν συνδέεται μέσω ζωτικών συμφερόντων με τους θεσμούς της δικτατορίας, είναι υποχρεωμένη να συμβιβαστεί με τη νομιμοποίηση των κομμάτων και των συνδικάτων· και η αντιπολίτευση να ενωθεί για να διαπραγματευτεί μια πολιτική μεταρρύθμιση και μια κοινωνική συμφωνία με μια νέα κυβέρνηση που εξαλείφει τις λιγότερο ευπρεπείς πτυχές της φρανκικής κληρονομιάς και προετοιμάζει εκλογές.

Καμία πολιτική διαχείριση δεν μπορούσε βέβαια να ικανοποιήσει πραγματικά ένα κίνημα που αποτελούσε μια έμπρακτη κριτική της πολιτικής, και κάθε διαχωρισμένης αντιπροσώπευσης. Αλλά για να ενοποιήσει τις δυνάμεις του έπρεπε τώρα να ενοποιήσει τις διεκδικήσεις του, να τις συνοψίσει με ένα απλό σύνθημα που περιέχει την υπέρβαση των διασκορπισμένων αγώνων, να τους δώσει τη μορφή ενός γενικού σκοπού στον οποίο το σύνολο των εργαζομένων θα μπορούσε να αναγνωρίσει μια βασική ανάγκη, για να επιβάλει την ικανοποίησή της. Προκειμένου να παλέψουν πραγματικά για τον εαυτό τους, οι συνελεύσεις έπρεπε να παλέψουν ενάντια στην αντιπολίτευση, να αντλήσουν όλα τα συμπεράσματα από όσα είχαν μάθει μέσα στον αγώνα και να αντιμετωπίσουν την πολιτικο-συνδικαλιστική γραφειοκρατία ως εχθρό, όπως ακριβώς και τον φρανκισμό. “Ή οι συνελεύσεις ή τα συνδικάτα”, αυτή ήταν η εναλλακτική επιλογή που τέθηκε από τους πιο συνειδητούς προλετάριους, και αυτή ήταν η τακτική αναγκαιότητα που συγκέντρωνε στον εαυτό της τη δυνητική ενοποίηση σε ένα συνεκτικό επαναστατικό σχέδιο. Η αναγκαιότητα της αυτοοργάνωσης έγινε έντονα αισθητή, και τα συνδικάτα αρχικά μποϊκοταρίστηκαν σε μεγάλο βαθμό, αλλά ο συντονισμός δεν ξεπέρασε σχεδόν ποτέ, σε διαρκή βάση, ένα τοπικό πλαίσιο. Η απουσία ενός οργανωμένου συνελευσιακού ρεύματος που θα εκφραζόταν ως τέτοιο και θα διατύπωνε με σαφήνεια την κριτική των συνδικάτων που βρισκόταν στο μυαλό όλων, συνέβαλε στην εδραίωση της διασποράς και της σύγχυσης. Και οι απεργίες του φθινοπώρου του 1976, αν και πιο οργανωμένες και πιο σκληρές, δεν κατέληξαν παρά στη διαδήλωση της 12ης Νοεμβρίου, όπου, σε αντάλλαγμα για τη δυνατότητα να εκφράσουν τον μαχητικό ενθουσιασμό τους, οι εργαζόμενοι αποδέχτηκαν την καθοδήγηση των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών, με αποτέλεσμα η αντι-φρανκική διαδήλωση να καταστεί μια επίδειξη συνδικαλιστικής πειθαρχίας. Η καθυστέρηση της συνείδησης που διαπιστώθηκε τότε δεν έπρεπε πλέον να επανορθωθεί, καθώς αυτό που δεν είχε μπορέσει να καταστεί ορατό καταπνιγόταν ολοένα περισσότερο από την οργάνωση της δημοκρατικής φαινομενικότητας. Το κίνημα των συνελεύσεων είχε αφήσει να περάσει εκείνη η αποφασιστική στιγμή, όπου μια τολμηρή πρωτοβουλία μπορεί να ανατρέψει εντελώς τη διάταξη των δεδομένων, να κάνει τις συνθήκες να αλλάξουν στο εξής για όλους, επειδή η επαναστατική προοπτική γίνεται απτή και υποχρεώνει τον καθένα να αυτοπροσδιοριστεί σε σχέση με αυτή.

Δεν θα αναλύσουμε εδώ λεπτομερώς τον μηχανισμό της ήττας που ακολούθησε, ούτε τα κύρια αποτελέσματά της. Από την άλλη όμως οφείλουμε να διακρίνουμε πώς ενεργούν οι σύγχρονες δυνάμεις της αντεπανάστασης, τις οποίες είχαμε ήδη δει επί το έργο στην Πορτογαλία.

Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι δεν κινητοποιούνται ποτέ σε διαρκή βάση για να καταπολεμήσουν μια κοινωνική οργάνωση απλά και μόνο από απέχθεια γι’ αυτό που υπάρχει: πρέπει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να διαθέτουν μια θετική αντίληψη της ζωής που θέλουν να ζήσουν. Αυτό είναι κάτι που διέθετε το παλιό επαναστατικό εργατικό κίνημα ιδίως στην αναρχική του πτέρυγα, η οποία ήταν εκείνη που προχώρησε πιο μακριά, κατά την ισπανική επανάσταση του 1936, στην κατάλυση της παλιάς τάξης πραγμάτων. Αυτή τη θετική αντίληψη μπορούν βέβαια να την αποκτήσουν οι προλετάριοι μέσα στον ίδιο τον αγώνα, στην κοινότητα ως το μέσο του που σχεδιάζει το περίγραμμα του στόχου. Αλλά πρέπει επίσης οι πρακτικές αξίες που δημιουργούνται έτσι να μεταδίδονται με μια αυτόνομη γλώσσα και να ενοποιούνται σε ένα ιστορικό σχέδιο.

Οι διάφορες επιτυχίες για τις οποίες μας μιλάει αυτάρεσκα η προπαγάνδα των εμπορευμάτων και των Κρατών κατά τη δεκαετία του ογδόντα –επιτυχίες που συγκλίνουν όλες στην εμβάθυνση του διαχωρισμού και στον υπέρμετρο εξοπλισμό της παθητικότητας– κατέστησαν δυνατές χάρη σε μια βαθύτερη επιτυχία για την οποία, αντιθέτως, δεν μπορεί να πει απολύτως τίποτα, και την οποία δεν μπορεί καν να αναφέρει: την κατάπνιξη και την απόκρυψη του σχεδίου της ανώτερης ιστορικής δραστηριότητας που αποτελούσε το λανθάνον περιεχόμενο των προλεταριακών κινημάτων μετά το 1968. Η αποκρυστάλλωση ενός συλλογικού σχεδίου που θα ενοποιεί τις επαναστατικές ανάγκες της εποχής υπήρξε πάντοτε ένα μακροπρόθεσμο έργο, αλλά σήμερα είναι ακόμα πιο δύσκολο καθώς οι θεωρητικές ή πρακτικές συνεισφορές στη διατύπωσή του βρίσκονται από την πρώτη στιγμή αντιμέτωπες με την πρωτοφανή δύναμη παραποίησης και απόκρυψης που έχει αποκτήσει η ταξική κοινωνία. Αυτή καταφέρνει όχι μόνο να μην τίθεται και να μη συζητιέται κοινωνικά με τους αληθινούς όρους του κανένα πρόβλημα σε κανονικές περιόδους, αλλά ακόμα και όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει –και γι’ αυτό δεν απαιτείται τίποτα λιγότερο από ένα επαναστατικό κίνημα– καταφέρνει να αποτρέψει την ακριβή αναγνώρισή του, ή να την κάνει να ξεχαστεί πολύ γρήγορα.

Το κίνημα των συνελεύσεων στην Ισπανία είχε θέσει στην απλή αλήθεια του το ζήτημα μιας ιστορικής κατάλυσης του φρανκισμού που επανασυνδέεται πραγματικά με τη θέληση της επαναστατικής χειραφέτησης που ήταν τόσο έντονη σε αυτή τη χώρα: αυτή η κατάλυση δεν μπορούσε προφανώς να είναι πραγματική και αμετάκλητη παρά μόνο με την κατάργηση της ταξικής κυριαρχίας που οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης φιλοδοξούσαν να υπηρετήσουν, και των κρατικών μέσων που εκείνοι ευελπιστούσαν να κληρονομήσουν γι’ αυτόν τον σκοπό. Ειδάλλως θα βλέπαμε ξανά ένα από αυτά τα υβριδικά τερατουργήματα που παράγει αυθόρμητα ένα σύστημα καταπίεσης το οποίο ξέρει να αποτρέπει την κριτική με το να γίνεται ολοένα πιο ακατονόμαστο. Αυτό το ζήτημα πέρασε σχεδόν απαρατήρητο, σε μια Ευρώπη όπου για σχεδόν σαράντα χρόνια η ψευδής συνείδηση της αριστεράς εκτονωνόταν υποκριτικά με τον φρανκισμό, και ακόμα περισσότερο με την εικόνα του που την βόλευε να κατασκευάσει, για όλα όσα η ίδια δεν καταπολεμούσε εντός του οίκου της. Και ακόμα και στην ίδια την Ισπανία, η αλήθεια της οποίας φορέας ήταν το κίνημα των συνελεύσεων δεν κατάφερε να επιβληθεί επαρκώς αμετάκλητα για να παράσχει μια πρακτική βάση στην κρίση του κόσμου που πρέπει να αναλάβουν όσοι τον καταπολεμούν. Το υποκατάστατο της δημοκρατίας που εγκαθιδρύθηκε στην Ισπανία είναι σίγουρα ένα ιδιαίτερα χονδροειδές και αποκρουστικό ψέμα, με τον βασιλιά της, τη φρανκική αστυνομία και τον στρατό της, τους σταλινικούς της και τους σοσιαλιστές της που κυβερνούν υπό στρατιωτική κηδεμονία όπως όταν ήταν υπουργοί του Πρίμο ντε Ριβέρα· αλλά, σύμφωνα με την αρχή που διέπει όλες τις πραγματικότητες που παράγονται από το θεαματικό σύστημα, δεν κατασκευάστηκε τόσο για να γίνει πιστευτή αλλά κυρίως για να καταλάβει ολόκληρο το πεδίο της κοινωνικής έκφρασης. Και για να γίνει έτσι αποδεκτή ελλείψει οποιασδήποτε δυνατής σύγκρισης, όπως συμβαίνει με κάθε παραποιημένη τροφή. Τότε λοιπόν είναι η αλήθεια αυτή που γίνεται ιδιοτροπία και σκάνδαλο. Είναι πικρή, πρέπει κανείς να την φτύσει: η μνήμη της πεντηκοστής επετείου της επανάστασης του 1936 θα μπορέσει να τιμηθεί ήσυχα από όλους τους συμφιλιωμένους νικητές της, καθώς αυτό που επιχειρήθηκε τότε δεν έχει πια νόημα για τους ικανοποιημένους πολίτες της νεοδημοκρατίας, όπως ακριβώς τους είναι εντελώς ξένες οι ιδιότητες που αναγνωρίζονταν παραδοσιακά στον ισπανικό λαό: περηφάνια, ανεξαρτησία ή θάρρος.

Για να υπονομευτεί το μονοπώλιο της φαινομενικότητας που προσδίδει στην αυταρχική παραγωγή του ψεύδους την ισχύ της, δεν αρκεί, όπως βλέπουμε καθημερινά, να συσσωρεύονται τα γεγονότα που διαψεύδουν τις επίσημες αλήθειες: πρέπει επίσης να εκφράζονται μέσα στην κοινωνία, με όλα τα μέσα που μπορούν να καταληφθούν, μια ενιαία κριτική θεώρηση και μια προοπτική ξεπεράσματος που μπορούν να επαναφέρουν στον εαυτό τους την αλήθεια των γεγονότων και να καταστήσουν έτσι φανερά τα ψέματα και τα ξεδιάντροπα σοφίσματα ως αυτό που είναι. Τα γεγονότα δεν μιλούν από μόνα τους, παρά μόνο για να επαναλαμβάνουν τα απαράλλαχτα αξιώματα της υποταγής, εφόσον οι άνθρωποι δεν αναλαμβάνουν να μιλήσουν μεταξύ τους χωρίς διαμεσολαβητές για τις ανάγκες τους και για τις επιδιώξεις τους, δίνοντας ένα νέο νόημα στα γεγονότα μέσω του διαλόγου τους, μέσω της ιστορικής δυνατότητας που ανακαλύπτουν εκεί. Η νέα αντίληψη της ζωής που αποτελούσε το λανθάνον περιεχόμενο όλων των σύγχρονων επαναστατικών εγχειρημάτων οδηγείται σήμερα από την ίδια την ανάπτυξη των κυρίαρχων μηχανισμών της παραποίησης και της απόκρυψης είτε να εκδηλωθεί είτε να καταπνιγεί σε τέτοιο βαθμό ώστε όσα θα προκύπτουν μέσα στη βαρβαρότητα της αφθονίας να μην μπορούν πλέον να διακρίνονται σε τίποτα από αυτή.

Με την εξαφάνιση του παλιού εργατικού κινήματος, τσακισμένου ή ενσωματωμένου, οι προλετάριοι έχασαν επίσης τις ιδεολογικές διατυπώσεις ενός αυτόνομου σχεδίου οργάνωσης της κοινωνίας. Αυτή η απώλεια δεν αρκεί όμως για να τους διδάξει πώς να διατυπώσουν οι ίδιοι ένα τέτοιο σχέδιο. Καθώς χρειάζεται να το ξαναδημιουργήσουν χωρίς καμία αυταπάτη ιστορικών εγγυήσεων, πρέπει πάλι και πάντα να το συνάγουν από μια αναγνώριση του συνολικού νοήματος της δικής τους δράσης, διότι αυτή η δράση είναι η μόνη αλήθεια που μπορούν να κατέχουν και που είναι πραγματικά δική τους. Και καθώς δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη δράση χωρίς διάρκεια, η ανάγκη στην οποία ο Λένιν ισχυριζόταν ότι ανταποκρίνεται, με το μοντέλο του για το ιεραρχικό κόμμα ως θεματοφύλακα της μνήμης και της συσσωρευμένης εμπειρίας, δεν μπορεί να παραμένει ανικανοποίητη. Τα επαναστατικά κινήματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ήταν, μετά τον Μάη του 1968, σημαντικές πρακτικές συνεισφορές στη δημιουργία ενός σχεδίου χειραφέτησης ικανού να συγκεντρώσει την τεράστια πλειονότητα παρουσιάζοντας στον καθένα τη δυνατότητα μιας βαθιάς, άμεσης προσωπικής αλλαγής. Η ήττα τους μέσα στην απομόνωση, χωρίς να προκύψουν από τον αγώνα τους αμετάκλητα γενικά συμπεράσματα ή νέες διαχωριστικές γραμμές με τον εχθρό –πρωτίστως με τους σταλινικούς και με το σύνολο του πολιτικο-συνδικαλιστικού προσωπικού της αριστεράς– σηματοδοτεί ένα κατώφλι και ένα όριο στην επαναστατική επίθεση που ξεκίνησε το 1968. Η οργάνωση ενός διεθνούς επαναστατικού ρεύματος δεν υλοποιήθηκε, και το τεράστιο και άτυπο κόμμα της ανατροπής που συνταράζει ακόμα την Ευρώπη χάνει, χωρίς να το ξέρει, την πρωτοβουλία κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων. Γιατί “δύο στρατοί που πολεμούν ο ένας εναντίον του άλλου μπορεί να βρίσκονται σε εξίσου δυσχερή θέση· τη νίκη στην περίπτωση αυτή θα την εξασφαλίσει εκείνος που θα ενημερωθεί πρώτος για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο εχθρός του” (Μακιαβέλι).

Η προλεταριακή ανατροπή αποδεικνυόταν αναμφισβήτητα ικανή, κάθε φορά που αναπτυσσόταν, να αποδιοργανώνει την επιβίωση, αλλά όχι να οργανώνει τη ζωή. Αυτή η αδυναμία ήταν παρούσα στις αρχές της νέας εποχής, το 1968, αλλά σε γενικές γραμμές είχε αγνοηθεί ή υποεκτιμηθεί. Το κίνημα των καταλήψεων στη Γαλλία όμως είχε αρχίσει να πραγματώνει μόνο το ένα από τα δύο καθήκοντα της προλεταριακής επανάστασης: την έμπρακτη κριτική όλων των όψεων της αλλοτριωμένης ζωής. Το άλλο, η αναδιοργάνωση της κοινωνικής ζωής από την άμεση δημοκρατία των συνελεύσεων των εργαζομένων, είχε εξεταστεί ελάχιστα, και από πολύ λίγους ανθρώπους. Έτσι το κίνημα του Μάη δεν κληροδότησε στην επαναστατική εποχή που είχε εγκαινιάσει νέες πρακτικές αρχές, ικανές να αναπτύξουν πλουσιότερες ανάγκες και επιθυμίες που θα ξεπερνούσαν όλες τις επιτρεπόμενες απολαύσεις, αλλά μόνο την ανάμνηση μιας καθολικής άρνησης, ολοένα λιγότερο εύκολα πραγματοποιήσιμης καθαυτής. Αυτό έμοιαζε ωστόσο αρκετό: γιατί στην αρχή όλα αυτά που μόλις αναστάτωσαν την καθιερωμένη τάξη είναι ακόμα εκεί, παρόντα στο μυαλό και στην καρδιά τόσων πολλών ανθρώπων. Νομίζουμε ότι θα ξαναρχίσουμε σύντομα τη μάχη, από εκεί όπου την αφήσαμε. Αλλά όσο περνάει ο χρόνος τόσο πιο δύσκολο μοιάζει να αδράξουμε την ευκαιρία που είχε φανεί ότι βρισκόταν τόσο κοντά. Η γεύση της κριτικής χάνεται, επειδή η ίδια η χρήση της εξασθενεί, και αυτό που είχε βιωθεί τόσο έντονα απομακρύνεται σε μια θλιβερή αναπαράσταση. Τόσο πιο θλιβερή όσο η επέκταση της αμφισβήτησης σε όλες τις πτυχές της ζωής, η διάχυση του κρουστικού κύματος της άρνησης, ελλείψει μιας προοπτικής ξεπεράσματος, έχει σαν κύριο αποτέλεσμα τον εκσυγχρονισμό της ψευδούς συνείδησης και των ρόλων που διανέμει η εμπορευματική κατανάλωση, την εκλέπτυνση της υποταγής. Μια στιγμή της ζωής καταλήγει να γερνάει, και δεν μπορεί να ανανεωθεί από τα πολυποίκιλα χρώματα της θεαματικής επαναφομοίωσης.

Αυτό που έλειπε αρχικά από το νέο επαναστατικό κίνημα, δεν κατάφερε να το κατακτήσει κατά τη διάρκεια των μεταγενέστερων προσπαθειών του. Η πραγματική ήττα τους δεν έγκειται τόσο στην κατάληξή τους καθαυτή όσο στο γεγονός ότι δεν άφησαν πίσω τους τίποτα που να μπορεί να χρησιμεύσει στην αναζωπύρωση ενός προγράμματος καθολικής ανατροπής αποσαφηνίζοντας τα ποιοτικά μέσα του, εκείνα που εμπεριέχουν τον σκοπό του κινήματος επειδή αποτελούν ήδη υποδείγματα μιας πιο ελεύθερης χρήσης της ζωής. Μια δύναμη αρκετά απειλητική για να αναστατώσει τους εχθρούς της πρέπει να αποφεύγει να εξαντλεί τους υποστηρικτές της. Η κύρια αποτυχία ενός κινήματος κοινωνικής κριτικής που είχε υπέρ του την περιφρόνηση της εργασίας την οποία εφάρμοζαν στην πράξη πολλοί προλετάριοι είναι λοιπόν ότι δεν έπεισε τον ίδιο του τον εαυτό με τις πράξεις του για την ικανότητά του να οργανώσει τη ζωή σε διαφορετικές βάσεις, και επομένως ότι δεν μπόρεσε να δείξει συγκεκριμένα σε όλους τους εργαζόμενους όσα είχαν να κερδίσουν παύοντας να είναι εργαζόμενοι. Σίγουρα για να κατέχει κανείς τη συνείδηση μιας δυνατής αλλαγής της ζωής, πρέπει να έχει ήδη αρνηθεί ριζικά την υφιστάμενη οργάνωσή της. Αλλά για να εφαρμόσει αυτή την άρνηση πρέπει επίσης να μπορεί ήδη να στηριχθεί στη συνείδηση μιας άλλης δυνατής ζωής. Αυτό που μέσα στην πραγματικότητα καταστρέφει αυτή την εντελώς τυπική κυκλικότητα είναι το κίνημα του ξεπεράσματος, η επαναστατική πρακτική, “σύμπτωση της μεταβολής των συνθηκών με την ανθρώπινη δραστηριότητα ή αυτο-μεταβολή”, που είναι ταυτόχρονα πρακτική κριτική και δημιουργία των θετικών αξιών που την θεμελιώνουν. Μόνο αυτή η ένταση ανάμεσα σε φαινομενικά αντιφατικές απαιτήσεις μπορεί να δημιουργήσει την ποιοτική δύναμη, την ορθολογικότητα αλλά και την ποίηση μιας δραστηριότητας που πρέπει να αποκαλύψει σε όλους την ύπαρξη μέσα στην κοινωνία της υλικής βάσης για μια πιο πλούσια ζωή.

Το ξεπέρασμα της εμπορευματικής οικονομίας τέθηκε αναμφισβήτητα στην ημερήσια διάταξη μέσω της αντικειμενικής κρίσης της, τόσο ως καθολικής μορφής των κοινωνικών σχέσεων όσο και ως οικειοποίησης της φύσης. Δεν έγινε όμως υποκειμενικά μια θετική προοπτική στην πρακτική ενός επαναστατικού κινήματος: οι επιδιώξεις που εκφράστηκαν με την άρνηση της εργασίας (μέσω της απεργίας, του σαμποτάζ, κ.λπ.) δεν κατάφεραν να θέσουν, ξεκινώντας από τον εαυτό τους, με την ανατρεπτική αλήθεια τους, το σύνολο των προβλημάτων της κοινωνίας, για να διαρρήξουν τους παραποιημένους όρους που εμποδίζουν τη λύση τους. Παρέμειναν έτσι παγιδευμένοι στο πεδίο του οικονομικού εκβιασμού, στη σύγχυση αυτού του πεδίου. Εφόσον το ζήτημα μιας νέας χρήσης της ζωής δεν τίθεται εμφατικά από τους εργαζόμενους, αυτό της χρήσης των εργαζομένων από την υφιστάμενη οργάνωση της ζωής είναι εκεί για να το καταπνίξει. Έτσι η περιβόητη “οικονομική κρίση”, που έχει χρησιμοποιηθεί τόσο πολύ, πρέπει να γίνει βαθύτερα κατανοητή ως μια στιγμή του κοινωνικού πολέμου, όταν απογυμνωνόταν η ίδια η βάση της λειτουργίας των νόμων της οικονομίας: “η απουσία συνείδησης εκείνων που συμμετέχουν σε αυτή”. Είναι το μέσο με το οποίο όλες οι δυνάμεις της απουσίας συνείδησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εργάζονταν μέσα στα κεφάλια των προλετάριων, επιδίωξαν τη διαιώνιση του κόσμου τους. Είναι λοιπόν επίσης, ως νευρωτική εμμονή, η επανάληψη μιας παλιάς δυστυχίας, που αποσκοπεί να ξορκίσει την αβεβαιότητα του παρόντος, τους κινδύνους και τις ευκαιρίες μιας άγνωστης πραγματικότητας.

Αυτή η αντίσταση του κοινωνικού ασυνείδητου είναι βέβαια πρώτα απ’ όλα εκείνη των ιδιοκτητριών τάξεων και όλων των διαχειριστών της απουσίας συνείδησης. Τη στιγμή όπου η κοινωνία ανακάλυπτε, διαμέσου των αγώνων ενάντια στην εμπορευματική αφθονία που έχει χειραφετηθεί από την ανθρώπινη ανάγκη, ότι η οικονομία εξαρτιόταν από αυτήν, το ζητούμενο ήταν να πειστεί εκ νέου ότι εξαρτιόταν από την οικονομία: έτσι λοιπόν όλοι οι διευθύνοντες έγιναν μαρξιστές. Εκεί όπου αναδυόταν το εγώ, το υποκείμενο της ιστορίας που κρίνει ελεύθερα τη δράση του, έπρεπε λοιπόν να αποκατασταθεί η ισχύς του οικονομικού εκείνου. Η αντίληψη αυτής της αναγκαιότητας που μπορούν να κατέχουν οι υπεύθυνοι της οικονομίας εντάσσεται προφανώς στο πλαίσιο της αυθόρμητης ανάπτυξης που προκαλεί η θεμελιώδης τάση του καπιταλισμού να κάνει τη νεκρή εργασία να κυριαρχεί ολοένα περισσότερο πάνω στη ζωντανή εργασία. Αλλά αυτή η υλοποίηση της αυτονομημένης οικονομίας, όταν περνάει ένα ορισμένο κατώφλι, γίνεται η ίδια αντικείμενο μιας γραφειοκρατικής διαχείρισης που προγραμματίζει την ανάπτυξή της· μιας διαχείρισης που τείνει να συγχωνεύσει, μέσα από τις αντιφάσεις και τις ιδιοτροπίες των τοπικών πολιτικών, τη γραφειοκρατία των μάνατζερ και τη γραφειοκρατία του Κράτους, σε ένα σύμπλεγμα διάφορων αναλογιών, του οποίου όμως ένας ναζιστής τεχνοκράτης σαν τον Άλμπερτ Σπέερ παραμένει ο “ιδεώδης τύπος”. Το ζήτημα δεν είναι τόσο ότι η αστική τάξη δεν μπορεί πλέον να εκδηλώσει την παραμικρή ανεξαρτησία σε σχέση με το Κράτος, αλλά ότι δεν την χρειάζεται πια, καθώς η λογική του εμπορεύματος έχει γίνει εξολοκλήρου λογική του Κράτους.

Αυτή η γραφειοκρατική διαχείριση, με όλες τις ολέθριες αποτυχίες της και τα καταστροφικά αποτελέσματά της, καταφέρνει ωστόσο να αναπαράγει και να διευρύνει συνεχώς τις υλικές συνθήκες της κυριαρχίας της· διότι δεν χρειάζεται γι’ αυτό κανέναν στρατηγικό υπολογισμό, της αρκεί να ακολουθεί τη φυσική κλίση της και να προωθεί ολοένα περισσότερο την ερήμωση της ζωής που είναι πραγματικά ο λόγος της ύπαρξής της. Το σύστημα της εμπορευματικής παραγωγής, που είχε διαισθανθεί την ευθραυστότητά του απέναντι στη σύγχρονη προλεταριακή ανατροπή, στους πρώτους αγώνες για τη γενικευμένη ιστορική ζωή, καθώς επίσης και απέναντι στην “ενεργειακή κρίση”, που δεν ήταν παρά ένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα μιας παράλογης διαχείρισης των φυσικών πόρων, απάντησε σε αυτά επιταχύνοντας τη συμπαγή οικοδόμηση του ανεξάρτητου βασιλείου του. Και επομένως την προλεταριοποίηση της πραγματικής ζωής. Το κεφάλαιο δεν είναι λοιπόν πια το αόρατο Weltgeist που ωθεί ακαταμάχητα τους ανθρώπους προς αυτό που δεν γνωρίζουν και δεν ήθελαν, είναι άμεσα στην πρακτική ζωή του καθενός η φανταστική αυτονομία όλων των υλικών συνθηκών, “η συντριβή της ατομικότητας από τη συγκυρία”.

Η πυρηνικοποίηση και η πληροφορικοποίηση είναι αυτή τη στιγμή οι δύο πιο εμφανείς πτυχές της καθορισμένης τεχνικής ανάπτυξης που υιοθετεί μια αλλοτριωμένη παραγωγή η οποία έχει γίνει ακριβώς παραγωγή της αλλοτρίωσης. Και στις δύο περιπτώσεις βλέπουμε να αναδημιουργείται τεχνητά το ισοδύναμο εκείνων των φυσικών συνθηκών που, με την ανάγκη της άρδευσης, είχαν ευνοήσει τη γέννηση και την ανάπτυξη του ανατολικού δεσποτισμού. Αυτά που αρδεύουν σήμερα την ερημωμένη κοινωνία και θεμελιώνουν υλικά την εξουσία των ειδικών της μονοπωλούμενης επιβίωσης είναι η κυκλοφορία της ενέργειας και της πληροφορίας, συμπληρωματικές προϋποθέσεις για τη χρησιμοποίηση της ανθρώπινης εργασίας στην τελευταία ιστορική μορφή της. Και αυτή η άρρωστη κοινωνία πρέπει λοιπόν να παραδεχτεί ότι δεν μπορεί πλέον να επιβιώσει παρά μόνο με αυτόν τον τρόπο, υποταγμένη στη μηχανή που κάνει να χτυπάει η καρδιά ενός κόσμου χωρίς καρδιά, και είναι από κάθε άποψη παρόμοια με εκείνες τις επιτυχίες της σύγχρονης ιατρικής χάρη στις οποίες ο ίδιος ο ανθρώπινος οργανισμός δεν είναι πια παρά ένα πρόσθεμα των προσθεμάτων του. Καθώς δεν είναι η κοινωνία αυτή που απελευθερώθηκε από την οικονομία, αλλά η οικονομία εκείνη που απελευθερώθηκε από την κοινωνία.

Η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας μέσω της οποίας η πραγμοποίηση του εμπορεύματος εκπληρώνει το νόημά της εξορίζοντας οριστικά τη ζωντανή δραστηριότητα, υποβιβάζοντάς την σε καθαρή ενατένιση της κυκλοφορίας του, έπρεπε πρώτα απ’ όλα να πάρει τη μορφή μιας βαθιάς αναδιοργάνωσης της βιομηχανικής εργασίας, που αποσκοπούσε στη βαθμιαία εισαγωγή της αυτοματοποίησης, εξουδετερώνοντας σταδιακά την ενέργεια των ανθρώπων που απελευθερωνόταν με αυτόν τον τρόπο, διευθετώντας την απουσία χρήσης αυτής της ελευθερίας. Η καταστροφή της εργατικής κοινότητας, δηλαδή των παλιών πρακτικών βάσεων μιας αυτόνομης προλεταριακής επιβεβαίωσης, υπήρξε για είκοσι χρόνια το Delenda Carthago όλων των καινοτόμων λόγων του τεχνοκρατικού καπιταλισμού· και παρόλο που διακηρύχθηκε τόσο ανοιχτά και ιδεολογικά (ως τέλος του προλεταριάτου και της πάλης των τάξεων), αντιστοιχούσε ωστόσο σε μια πραγματική αναγκαιότητα για την καπιταλιστική κυριαρχία, μια αναγκαιότητα που έβρισκε την ειδυλλιακή εκδοχή της στη μυθολογία της ενσωμάτωσης. Ο καπιταλισμός εξακολουθεί να υπάρχει επαναστατικοποιώντας αδιάκοπα τα μέσα παραγωγής, επομένως τις σχέσεις παραγωγής, επομένως το σύνολο των κοινωνικών συνθηκών· αλλά, καθώς γραφειοκρατικοποιείται, επιδιώκει να προγραμματίσει αυτή τη συνεχή μετατροπή και να διαχειριστεί, με τη βοήθεια των συνδικάτων και όλων των παραγόντων του κοινωνικού ελέγχου, τα όρια της ανοχής της. Είμαστε υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε ότι προς το παρόν έχει καταφέρει στη δυτική Ευρώπη να αποσυνθέσει ενεργά την εργατική κοινότητα, να την αποθαρρύνει και να την κατακερματίσει, χωρίς αυτή να έχει επανοικειοποιηθεί την αυτόνομη επαναστατική παράδοσή της (την οργάνωση των Συμβουλίων), που θα ήταν ασφαλώς υποδειγματική για όλους τους εργαζόμενους, για το σύνολο του προλεταριάτου. Ο χρόνος που χάθηκε έτσι από την επανάσταση επέτρεψε στον καπιταλισμό να συνεχίσει να αναδιοργανώνει το σύνολο της κοινωνικής εργασίας σύμφωνα με τις προσταγές της κυριαρχίας του. Όλες οι πρόοδοι της κοινωνικής αλλοτρίωσης απορρέουν από αυτό το γεγονός.

Οι εργατικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του εξήντα ήταν ουσιαστικά αποτέλεσμα της άφιξης στα εργοστάσια νέων γενιών προλετάριων που στερούνταν οποιουδήποτε “επαγγελματισμού πατριωτισμού”, και μια πρώτη απάντηση στην αποειδίκευση της εργασίας. Είδαν να παίρνει μορφή η σύζευξη των παραδοσιακών διεκδικήσεων της εργατικής τάξης, στην αντίστασή της απέναντι στην εκμετάλλευση, με τη σύγχρονη άρνηση της μισθωτής εξαχρείωσης. Ο συσχετισμός των δυνάμεων (η αποδυνάμωση των συνδικάτων, κ.λπ.) εμπόδισε για κάποιο χρονικό διάστημα την προώθηση του καπιταλιστικού εξορθολογισμού, αλλά με την υποχώρηση των αγώνων αυτός συνέχισε ξανά την πορεία του. Μια από τις κυριότερες πτυχές του είναι η μεταφορά μακριά από την Ευρώπη, λίκνο του εργατικού κινήματος, σημαντικών τομέων της βιομηχανικής παραγωγής, που εξάγονται εκεί όπου γραφειοκρατικά ή δικτατορικά καθεστώτα παρέχουν προς εκμετάλλευση τεράστια αποθέματα εργασιακής δύναμης, χωρίς παράδοση αγώνων και ιστορική συνείδηση. Μια άλλη είναι η θεσμοποίηση του turn-over που εφαρμοζόταν ευρέως από τους νέους εργαζόμενους, αντιστρέφοντας κατά κάποιον τρόπο την επισφάλεια της υποταγής στον εργοδότη σε υποταγή στην επισφάλεια της εργασίας. Δεν χρειάζεται να υπεισέλθουμε εδώ στις λεπτομέρειες μιας εξέλιξης της οποίας το κύριο αποτέλεσμα, αναφορικά με τον συσχετισμό δυνάμεων στον κοινωνικό πόλεμο, ήταν ότι η ανεργία χρησίμευσε στην εξάρθρωση των βάσεων της εργατικής εξέγερσης· και πρώτα απ’ όλα της απειλητικής συνείδησης της κρίσης της οικονομίας ως κρίσης της ζωής για όλους τους ανθρώπους, μιας συνείδησης που καταπνίγηκε υπό την πίεση της κρίσης της επιβίωσης που επιβλήθηκε στους εργαζόμενους.

Το πρώτο αποτέλεσμα αυτής της πίεσης της ανεργίας ήταν να διασπάσει αμετάκλητα τη συμμαχία που είχε συσταθεί εφήμερα στις πιο επιθετικές στιγμές της προλεταριακής ανατροπής, ανάμεσα στους παραδοσιακούς εργατικούς τομείς, που ήταν γενικά περισσότερο υποκείμενοι στην επιρροή των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών και της σταλινικής ιδεολογίας, και τους εργαζόμενους, πιο νέους ή λιγότερο ενσωματωμένους, που εξέφραζαν μια σύγχρονη εξέγερση. Αυτή η δράση των κυρίαρχων διαχωρισμών (είτε κοινωνικο-επαγγελματικών είτε φυλετικών είτε ακόμα και εκείνων που αναφέρονται στις “ηλικιακές τάξεις”) δεν θα μπορούσε ωστόσο να θεωρηθεί ως μονομερής εξήγηση της μη-αποκρυστάλλωσης ενός ενοποιητικού σχεδίου: είναι μάλλον μια από τις κύριες εκδηλώσεις της. Μόνο η συνείδηση κοινών προοπτικών, που υπερβαίνει πρακτικά τους διαχωρισμούς για να επιτεθεί στον κόσμο ως ολότητα, δηλαδή στη μισθωτή εργασία που αποτελεί τη βάση του, μπορούσε να αποτρέψει εκείνους που κατείχαν ακόμα μια θέση εργασίας μέσα στην εκμετάλλευση να υποχωρήσουν για να την υπερασπιστούν υπό τον έλεγχο των συνδικάτων, και εκείνους που δεν κατείχαν να εκπέσουν, διαμέσου μιας καταστροφικής ιδεολογικής φυγής προς τα εμπρός, σε όλες τις αυταπάτες σχετικά με εκείνη την περιθωριακότητα που συχνότερα τους είχε επιβληθεί παρά την είχαν επιλέξει· και που, ακόμα και όταν την είχαν επιλέξει, δεν έθετε με κανέναν τρόπο σε κίνδυνο το σύστημα, καθώς αποτελούσε περισσότερο μια βαλβίδα ασφαλείας. Αυτές οι αυταπάτες, που κυμαίνονται από την αλλοτριωμένη χρήση ναρκωτικών μέχρι τη μικρο-τρομοκρατία, περνώντας από όλες τις προσπάθειες κατασκευής ενός τρόπου ζωής με βάση την αθλιότητα, κατέστρεψαν τελικά τη συνείδηση μιας εξεγερμένης γενιάς, εκείνης που ήταν είκοσι χρονών στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα. Έτσι αυτοί που, μέσα στα εργοστάσια, μπορούσαν άμεσα να βρουν τα μέσα του αγώνα τους, δεν τα χρησιμοποίησαν ή τα χρησιμοποίησαν με άσχημο τρόπο, και αυτοί που, έξω από τα εργοστάσια, ήθελαν να αγωνιστούν, δεν βρήκαν παρά μόνο αλλοτριωμένα μέσα: οι πρώτοι, που δεν ήξεραν πώς να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, ηττήθηκαν όπως και οι δεύτεροι, που δεν ήξεραν πώς να επιτεθούν.

Αυτό το αποτέλεσμα φαίνεται, με τον τρόπο που διατυπώθηκε, σαν μια σχηματική διαπίστωση, διότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μια γενική τάση που εξακολουθεί ακόμα να υλοποιείται άνισα στην Ευρώπη· αλλά παρόλα αυτά είναι η κυρίαρχη τάση, αυτή που έχει ήδη νικήσει. Είδαμε να αναπτύσσονται συγκεκριμένα, μέσα στον χωροχρόνο μιας κοινωνίας, οι αντιφάσεις της εποχής όπου η απόπειρα δημιουργίας του σχεδίου μιας αλλαγμένης ζωής προσπεράστηκε από την πραγματική αλλαγή του κόσμου την οποία υλοποιούσαν η αυτόνομη κίνηση της οικονομίας και τα Κράτη που την υπηρετούν. Αυτή η εποχή φτάνει τώρα στο τέλος της, γιατί η αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών, η μετατροπή σε εμπόρευμα κάθε συγκεκριμένου πράγματος, αυτό το ιδιαίτερο ταλέντο του συστήματος χάρη στο οποίο βελτιώνει το κακό παράγοντας το χειρότερο, δημιουργεί τόσο τερατώδη αποτελέσματα ώστε ο καθένας καλείται στη ζωή του, σε σχέση με τις πιο απλές πραγματικότητες, να αποφανθεί γι’ αυτό που υπάρχει· και όχι πια γι’ αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει.

Η τελευταία ευκαιρία επιβεβαίωσης μιας προοπτικής επαναστατικής αλλαγής στη δυτική Ευρώπη, με αρκετή ισχύ ώστε να ανατρέψει την αντίθετη προοπτική αλλαγής, εκείνη των ιδιοκτητριών τάξεων, διακυβεύτηκε στην Ιταλία. Αυτό που διακυβευόταν σε εκείνη την πρώτη εποχή της σύγχρονης προλεταριακής επανάστασης εμφανίστηκε εκεί με εξαιρετικά σαφή μορφή, με όλα τα προβλήματα που μόλις αναφέραμε να τίθενται συγκεκριμένα από ένα ανατρεπτικό κίνημα πιο μακροχρόνιο και βαθύτερο από οπουδήποτε αλλού πριν. Αυτό το κίνημα, που γεννήθηκε το 1968 και διακόπηκε για λίγο από τις αστυνομικές βόμβες του 1969, μεγεθύνθηκε κατά τη διάρκεια των επόμενων χρόνων, χωρίς κανένας τομέας της καθημερινής ζωής να γλιτώσει από την πρακτική κριτική του. Τελικά ηττήθηκε, σε μεγάλο βαθμό μέσω του τεχνάσματος της τρομοκρατίας. Αλλά δεν πρέπει να υπερκετιμάται ο ρόλος των τεχνασμάτων στις συγκρούσεις, διότι αυτά τελεσφορούν σε διαρκή βάση μόνο για την πλευρά που κερδίζει.

Στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα, το ιταλικό Κράτος, που δεν ήταν ποτέ ισχυρό ή ενοποιημένο, είχε αποδυναμωθεί και φθαρεί ακόμα περισσότερο από τις δολοφονικές μεθοδεύσεις που αυτοσχεδίαζαν οι μυστικές υπηρεσίες του, με βάση την επιτυχία που είχαν αποφέρει οι βόμβες του Μιλάνου: εκείνες του Italicus το 1970, της Μπρέσια και της Μπολόνια το 1974, που αποδόθηκαν βολικά στους νεο-φασίστες δεδομένου ότι οι νεοφασίστες βρίσκονταν μέσα στις μυστικές υπηρεσίες, είχαν δείξει πώς και με ποιους αυτό το Κράτος επιδίωκε ακόμα να εξουσιάζει την ιταλική κοινωνία. Ευτυχώς γι’ αυτό, δεν πάλευε μόνο με τους προβοκάτορές του ενάντια στο ανατρεπτικό κόμμα των ριζοσπαστών εργαζομένων, αλλά επίσης, και πιο αποτελεσματικά, με την ακλόνητη υποστήριξη των σταλινικών. Αυτοί, που είχαν διακινδυνεύσει χωρίς δισταγμό την υπόληψή τους μέσα σε αυτή την αιματηρή ιστορία, καθιστώντας κάθε φορά τον εαυτό τους συνεργό του επίσημου ψεύδους, επιδίωκαν βέβαια να αποκομίσουν έτσι ορισμένα κυβερνητικά οφέλη, αλλά έπρεπε σε κάθε περίπτωση να καταπολεμήσουν για τον εαυτό τους ένα κίνημα που διέφευγε σε μεγάλο βαθμό από τον έλεγχό τους. Αυτό το τεράστιο άτυπο κόμμα της ανατροπής, ενισχυμένο μέσα στα εργοστάσια από μια πλούσια εμπειρία αγώνων και από ένα κοινωνικό μίσος που, τροφοδοτούμενο από τις πρώτες απόπειρες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, περιόριζε τις δυνατότητες της συνδικαλιστικής επαναφομοίωσης, διογκωνόταν στον δρόμο από όλους εκείνους τους οποίους είχε ήδη περιθωριοποιήσει η ανεργία και η καταστολή της συστηματικής απουσίας από την εργασία και της εργατικής απειθαρχίας. Προχωρώντας με τον ρυθμό της πρακτικής του συνείδησης προς τα ριζοσπαστικά μέσα του, έκανε να πλανιέται η απειλή ενός σχίσματος μέσα στην κοινωνία ακόμα πιο δυσμενούς για τους υποστηρικτές της υφιστάμενης εξουσίας στον βαθμό που αυτή είχε καταστεί, μέσω των καταχρήσεών της, περισσότερο κατάπτυστη παρά τρομακτική.

Σε μια τέτοια διαδικασία προεπαναστατικής επίθεσης, καθετί που διαχωρίζεται από το κοινωνικό κίνημα για να ασκήσει μέσα στο ιεραρχικό μυστικό την ένοπλη βία επισπεύδει την έλευση της στιγμής όπου σταματά ο σχηματισμός των ανταγωνιζόμενων μερών και όπου για το καθένα εξ αυτών δεν υπάρχει πλέον κανένα άλλο ζήτημα εκτός από την καταστροφή του άλλου. Το Κράτος από την πλευρά του έχει συμφέρον να προκαλέσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα την ένοπλη πάλη, διότι διαθέτει όλες τις δυνάμεις του, ενώ εκείνες του αντιπάλου του μπορούν μόνο να αυξηθούν. Η λενινιστική οπισθοδρόμηση, που δεν είχε καταγγελθεί και καταπολεμηθεί επαρκώς, ευνόησε την εμφάνιση μιας τρομοκρατίας που μπορούσε εύκολα να γίνει αντικείμενο παρείσφρησης και χειραγώγησης, και επέτρεψε προνοητικά στο Κράτος να δοσομετρήσει την ένταση για να βολιδοσκοπήσει την ικανότητα ανταπόκρισης του εχθρού του και να προετοιμάσει την αντεπίθεση.

Η τελευταία ευκαιρία διαφυγής από αυτή την παγίδα προσφέρθηκε το 1977. Η ασυμβίβαστη εχθρότητα όλων των εξεγερμένων που είχαν δημιουργήσει δέκα χρόνια κοινωνικών αγώνων εκδηλώθηκε ανοιχτά, και οι σταλινικοί αντιμετωπίστηκαν αυτή τη φορά ως αυτό που είναι: οι πιο σιχαμεροί υποστηρικτές μιας αποκρουστικής κοινωνίας. Αυτό το κίνημα πρόσφερε σε όλους τους εργάτες της Ιταλίας τη δυνατότητα μιας αποφασιστικής επιλογής, μέσω της οποίας θα είχαν πάψει να είναι απλώς κακοί εργάτες, αλλά, μετά από μια αβέβαιη στιγμή, υποχώρησαν: μόνο αυτοί όμως μπορούσαν, μέσω της γενικής απεργίας, να διευρύνουν το πεδίο της επαναστατικής δράσης του διαρρηγνύοντας σε μόνιμη βάση την καθημερινή αναπαραγωγή της μισθωτής εξαχρείωσης και δημιουργώντας τις συνθήκες του διαλόγου όπου τα πάντα υπόκεινται σε συζήτηση, ξεκινώντας από την κατάλληλη χρήση της βίας. Έτσι τα λιγότερο ρεαλιστικά και τα πιο απεγνωσμένα στοιχεία του κινήματος βρέθηκαν στον δρόμο εκτεθειμένα. Ήταν ακόμα αρκετά εύκολο για το Κράτος να τα εξαλείψει, αλλά αυτό που χρειαζόταν τώρα ήταν να τελειώνει με κάθε πιθανή επιστροφή των ταραχών. Το κατάφερε με τα συνήθη μέσα του, τους σταλινικούς και την τρομοκρατία, που βρήκαν στην αποτυχία του κινήματος και στη σύγχυση που ακολούθησε τις συνθήκες της αποτελεσματικότητάς τους.

Τον Φεβρουάριο του 1978, τα συνδικάτα, καταδικάζοντας τις απεργίες και τη συστηματική απουσία από την εργασία, αναλάμβαναν να επαναφέρουν τους εργάτες στη δουλειά. Χρειαζόταν ένα πρόσχημα για να πληγεί παντού έξω από τα εργοστάσια η ανατροπή και να δοθεί έτσι στους σταλινικούς η δικαιολογία που θα τους επέτρεπε να παίξουν στην εντέλεια τον ρόλο τους ως χαφιέδων: αυτό ήταν τον Μάρτιο η απαγωγή και η δολοφονία του Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Η εκτέλεση του Μόρο πραγματοποιήθηκε βέβαια με την υποκίνηση ενός τμήματος του Κράτους, εκείνου που μπορεί εκ των υστέρων να φαίνεται ότι ήταν το πιο διαυγές ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα οδηγούσε τους σταλινικούς εκεί που ήθελε και όχι παραπέρα, αλλά δεν χρησίμευσε μόνο σε αυτό το τμήμα: ήταν η εξουσία του Κράτους καθαυτή, και κανένας από τους υποστηρικτές της δεν έκανε λάθος σε αυτό, εκείνη που επωφελήθηκε από αυτή τη νέα κλιμάκωση στο θέαμα του πιθανού εμφύλιου πολέμου, υποβιβάζοντας το σύνολο του πληθυσμού στην κατάσταση του αηδιασμένου και επιφυλακτικού, αλλά κυρίως παθητικού, κοινού μιας ιστορίας που του διέφευγε. Σε αυτό το επίπεδο, το ερώτημα του ακριβούς βαθμού χειραγώγησης μιας ομάδας όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (της οποίας η δράση, ανεξάρτητα από το ποσοστό των φανατικών αρχαιο-σταλινικών και εκείνο των πρακτόρων του Κράτους που έχουν παρεισφρήσει, είναι εξολοκλήρου αντεπαναστατική) χάνει το ενδιαφέρον του: η βαθύτερη και πιο αληθινή χειραγώγηση είναι, σε μια εντελώς διαφορετική κλίμακα, αυτή που ασκεί τον έλεγχο όλων των μέσων ενημέρωσης, χάρη στον οποίο παρουσιάζεται μόνο η εξήγηση της πραγματικότητας που έχει εγκριθεί από το Κράτος. Η χειραγώγηση της αναπαράστασης της πραγματικότητας περιέχει ωστόσο τη χειραγώγηση της ίδιας της πραγματικότητας ως μια από τις αναγκαίες στιγμές της. Από αυτή την άποψη, το πλήθος των “μεταμεληθέντων” μεταξύ αυτών των τρομερών ταξιαρχιτών είναι αρκετό για να πάρει κανείς μια ιδέα σχετικά με την ασφάλεια της οργάνωσής τους. Μπορούν ακόμα και να καταλήξουν, όταν δεν επιστρέφουν στην αγκαλιά της Εκκλησίας, ως τεχνικοί σύμβουλοι κάποιας ταινίας για την υπόθεση Μόρο· κάτι που αναμφίβολα δεν θα τους επιτρέψει να καταστήσουν πιο πειστικό αυτό που έμοιαζε ήδη στην πραγματικότητα με μια κακή ταινία.

Σίγουρα το Κράτος δεν κατάφερε με την τρομοκρατία να οδηγήσει τον πληθυσμό να το υποστηρίξει θετικά, αλλά τουλάχιστον απέσπασε την ουδετερότητά του στη βάναυση μάχη εναντίον της ανατροπής, που ήταν ο πραγματικός στόχος του, και αυτό του ήταν σε μεγάλο βαθμό αρκετό. Με τίμημα μερικές εκατοντάδες νεκρούς (η βόμβα της Μπολόνια ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να ανανεώσει το θέαμα του τρόμου) και μερικές χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους (οι συλλήψεις που ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της υπόθεσης Μόρο συνεχίστηκαν τα επόμενα τέσσερα χρόνια), το Κράτος όχι απλώς τσάκισε την επίθεση που το απειλούσε, αλλά παρέλυσε επίσης την ικανότητα αντίστασης των εργαζομένων, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την πολυαναμενόμενη οικονομική αναδιάρθρωση. Όπως είπε ο ίδιος ο Μόρο κατά τη διάρκεια της απαγωγής του: “Μετά από λίγο καιρό, η κοινή γνώμη καταλαβαίνει”· αλλά για το θέαμα κάθε αλήθεια είναι καλό να ειπωθεί όταν ο καιρός της έχει περάσει: μπορεί να έρθει να ενσωματωθεί ακίνδυνα στην εκ μέρους του επανασυγγραφή της ιστορίας, και έτσι αυτό δεν βασιλεύει λιγότερο σε ένα αιώνιο παρόν. Όλα είναι γνωστά πλέον στην Ιταλία, σχετικά με τη στοά P2, τη Μαφία, το Βατικανό ή τις μυστικές υπηρεσίες, αλλά αυτή η αλήθεια είναι άχρηστη γιατί η μόνη δύναμη που μπορούσε να την εκμεταλλευτεί για να την καταστήσει μια πρακτική αλήθεια, μια αποφασιστική απαίτηση για το ουσιώδες, έχει ηττηθεί.

Το ιταλικό εργαστήριο της αντεπανάστασης επέτρεψε έτσι να αποδειχθεί πειραματικά το τεράστιο πεδίο εφαρμογής που βρήκαν στον σύγχρονο καπιταλισμό οι τεχνικές του κρατικού ψεύδους που αναπτύχθηκαν στη σταλινική Ρωσία, οι οποίες είναι ακόμα πιο αποτελεσματικές εδώ στον βαθμό που η παθητικότητα δεν εξασφαλίζεται μέσω του Αστυνομικού τρόμου, αλλά μέσω της αφθονίας των εμπορευμάτων και της πληροφόρησης. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει πια τίποτα σήμερα που να μοιάζει με μια δημοκρατική κοινή γνώμη, το απέδειξε αναμφισβήτητα το ιταλικό Κράτος συσσωρεύοντας αρκετές φρικαλεότητες και καταχρήσεις για να απηυδήσει ακόμα και ο λιγότερο απαιτητικός πολίτης μιας αστικής δημοκρατίας, και να προκληθεί μια εκλογική κατάρρευση όλων των εμπλεκόμενων κομμάτων, δηλαδή όλων των κομμάτων. Η διατύπωση μιας τέτοιας υπόθεσης αρκεί για να δείξει την ελάχιστη πραγματικότητά της και να εξηγήσει την ατιμωρησία που απολαμβάνουν οι διευθύνοντες, την ευχέρεια που παρέχεται στην κρατική αυθαιρεσία από την αποσύνθεση οποιασδήποτε κρίσης και οποιασδήποτε πολιτικής συζήτησης. Αυτό το μάθημα δεν παρέλειψε να γίνει κατανοητό, και έχουμε δει έκτοτε όλα τα Κράτη να ανταγωνίζονται σε θράσος για να υπενθυμίσουν στους υπηκόους τους σε ποιον βαθμό η άσκηση των δικαιωμάτων τους απλουστεύθηκε από τη σύγχρονη δημοκρατία, η οποία τους απελευθέρωσε από τη φροντίδα να πρέπει να αποφανθούν για οτιδήποτε σημαντικό.

Στην πορεία αυτής της σταλινοποίησης του κόσμου, είδαμε επίσης την επαίσχυντη παραίτηση των διανοουμένων ενώπιον της ολοκληρωτικής ανάπτυξης του ψεύδους της μονομερούς επικοινωνίας. Με τρόπο πραγματικά οργουελιανό, η εκ μέρους τους καταγγελία ενός εξωπραγματικού σταλινικού ολοκληρωτισμού υπήρξε η ιδεολογική έκφραση της συνεισφοράς τους στην πραγματική σταλινοποίηση. Ήταν μια ηρωική μάχη, που εντόπισε ακόμα και στις πιο αναπάντεχες γωνιές της ιστορίας τους σπόρους της ολοκληρωτικής πανούκλας: τίποτα και κανένας δεν παραλείφθηκε, και οι διδάκτορές μας στον αντισταλινισμό διαπίστωσαν ότι κάθε επαναστατική σκέψη ή δραστηριότητα (και ίσως απλά και μόνο κάθε ιστορική σκέψη ή δραστηριότητα) περιέχει τον ολοκληρωτισμό, την Γκουλάγκ και την Γκεπεού ως αναγκαία συνέπειά της. Ο Πλάτωνας, ο Σαιν-Ζυστ, ο Μπακούνιν, όλος ο κόσμος πέρασε από εδώ. Η ακλόνητη βάση όλων των συλλογισμών τους είναι η ταυτότητα της επανάστασης με την τρομοκρατία, και επομένως με τον σταλινισμό. Και μπορούμε πραγματικά να πούμε ότι δεν συμβιβάστηκαν ποτέ με την επανάσταση, δεδομένου ότι δεν εξέφρασαν ποτέ δημοσίως την παραμικρή αμφιβολία σχετικά με την προέλευση της τρομοκρατίας.

Αυτό που εκφράζεται σε ένα τέτοιο είδος αυτόματης γραφής της θεαματικής αντιστροφής είναι απλώς το γεγονός ότι ο σταλινισμός έχει χάσει εντελώς – συμπεριλαμβανομένων των ποικίλων εξωτικών παραλλαγών του– την ικανότητα να παρουσιάζεται ως ένα επαναστατικό μοντέλο, και ακόμα και ως ένας ανταγωνιστής του δυτικού συστήματος εκμετάλλευσης. Έτσι, σε ένα καθαρά κοινωνιολογικό επίπεδο, αρκούμαστε να βλέπουμε, στην προώθηση μιας νέας γενιάς υποταγμένων διανοουμένων, την ανακύκλωση του αριβισμού τους μετά τη χρεοκοπία του αριστερισμού. Ωστόσο, η ιδεολογική αναβίωση μέσα στη θεαματική κουλτούρα –με τη στρατολόγηση ως εφεδρειών του ψεύδους όλων εκείνων που ελπίζουν να απαλλαγούν από την κακή τους συνείδηση μέσω της ρήξης με την εικόνα της επανάστασης– , αυτή η εξασφάλιση που ανακτάται με την απολογία δείχνει βαθύτερα ότι ο σταλινισμός, εκεί όπου δεν είναι ο ιδιοκτήτης της κοινωνίας, κατέληξε να ολοκληρώσει την αντεπαναστατική αποστολή του σε αυτόν τον αιώνα βοηθώντας να νικηθούν οι πρώτες απόπειρες αυτόνομης επιβεβαίωσης του σύγχρονου προλεταριάτου.

Σε όλες τις χώρες όπου ο καπιταλιστικός μετασχηματισμός του παραγωγικού μηχανισμού, και πρώτα απ’ όλα της μεγαλύτερης παραγωγικής δύναμης, του προλεταριάτου, βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, η εργατική αντιπροσώπευση που είχε στον σταλινισμό την ιδεολογία της και το υπόδειγμά της δεν έχει πλέον να αντιπροσωπεύσει παρά μια εργασιακή δύναμη που τίθεται σε αχρηστία. Και μολονότι είναι υποχρεωμένη να υπερασπιστεί τους καταδικασμένους βιομηχανικούς κλάδους για να επιχειρήσει να διασώσει την κοινωνική της βάση, δεν μπορεί βέβαια να φτάσει ποτέ μέχρι το σημείο να καταπολεμήσει πραγματικά την οικονομική ορθολογικότητα που τα υπαγορεύει όλα αυτά. Όσο για τους ίδιους τους εργάτες, τους οποίους εξαλείφει ο καπιταλισμός μαζί με τα εργοστάσια, φαίνεται σχεδόν αδύνατο να καταφέρουν τώρα να οργανώσουν μια πρακτική κριτική που θα άνοιγε νέες προοπτικές, ενώ οι απεγνωσμένες δράσεις τους είναι πιο απομονωμένες από ποτέ. Η μόνη ευκαιρία τους θα ήταν μια αυτόνομη σύνδεση με τους ανέργους, αυτόν τον εφεδρικό στρατό της επανάστασης, και με τους εργάτες των εκσυγχρονισμένων κλάδων· αλλά οι πρακτικές και θεωρητικές βάσεις για μια τέτοια ενοποίηση λείπουν δραματικά σήμερα.

Η καταστροφή της εργατικής κοινότητας στις χώρες όπου κυριαρχούν οι συνθήκες του πιο σύγχρονου καπιταλισμού δεν σημαίνει προφανώς, παρά μόνο για τους απογοητευμένους πρώην εργατιστές, την εξαφάνιση του προλεταριάτου: η απαλλοτρίωση της ζωής υπάρχει, το ίδιο και η πάλη των τάξεων. Το σύστημα της παραποίησης ενεργεί απλώς σε σχέση με αυτή τη συγκεκριμένη όψη της κριτικής της οικονομίας –το προλεταριάτο– όπως ενεργεί και με την άλλη, τη μόλυνση: αφού δεν μπορεί να το εξαφανίσει το μακιγιάρει, προσπαθεί να το καταστήσει αόρατο, και πρώτα απ’ όλα αόρατο στον εαυτό του. Σε αυτή τη διαδικασία, το προλεταριάτο χάνει μερικές από τις αυταπάτες του, αλλά αποκτά άλλες. Εναπόκειται σε μια επαναστατική κριτική να απελπίσει όλους τους εργαζόμενους στους οποίους επιχειρείται να δοθεί μια αυταπάτη ιεραρχικής προαγωγής όταν μεταφέρονται από μια εργαλειομηχανή σε μια οθόνη οπτικής απεικόνισης (δηλαδή, ακόμα συχνότερα, όταν υπόκεινται άμεσα σε εκείνες τις συνθήκες υποδούλωσης στις μηχανές της ανεξάρτητης οικονομίας όπου χάνονται, μπροστά σε αυτές τις οθόνες, τόσο η δραστηριότητα της εργασίας όσο και η ανάπαυση του ελεύθερου χρόνου). Γιατί είναι βέβαια προλετάριοι, αυτοί οι μισθωτοί που δεν έχουν καμία εξουσία στον προγραμματισμό της ζωής τους, ακόμα και αν δεν το ξέρουν ακόμα. Εδώ, ο άνθρωπος έχει πραγματικά χάσει τον εαυτό του πιο ριζικά από ποτέ, αλλά μπορεί ακόμα να αποκτήσει τη θεωρητική συνείδηση αυτής της απώλειας.

Οι σταλινικές γραφειοκρατίες που συνδέθηκαν με τη διαχείριση της πρώτης φάσης του σύγχρονου καπιταλισμού καταπολέμησαν έτσι την εργατική αυτονομία μέχρι τέλους· και όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, έρχεται τώρα η σειρά τους να διαλυθούν. Με μια πανουργία της ιστορίας που αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική εκδήλωση των αντιφάσεων που εξακολουθούν να επενεργούν στον κόσμο του εμπορεύματος, εκεί όπου η γραφειοκρατική τάξη βρίσκεται στην εξουσία, ως τοπικός μεσάζων της πλανητικής εξουσίας του κεφαλαίου, η εργατική αυτονομία παραμένει ενεργή και διατηρεί τις προοπτικές της. Αλλά όπως ακριβώς αυτή αποτελεί, για την καινούρια αμφισβήτηση που θα ανασυγκροτηθεί στη Δύση με βάση το πρόγραμμα της διακοπής της αντιιστορικής παραγωγής, τη ζωντανή υπενθύμιση του επαναστατικού παρελθόντος που η τελευταία θα πρέπει να πραγματώσει, έτσι δεν θα μπορέσει η ίδια να κατανοήσει το πεδίο εφαρμογής της και να κατακτήσει την καθολική της συνείδηση παρά μόνο αν οικειοποιηθεί την κριτική της οικονομίας ελλείψει της οποίας έχει σταματήσει μέχρι σήμερα.

Το καλοκαίρι του 1980, οι πολωνοί εργάτες ξεκίνησαν την επανάστασή τους, που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί παρά μόνο με την οριστική καταστροφή της γραφειοκρατικής εξουσίας. Πρώτοι στην ιστορία των χωρών που υπόκεινται στην ολοκληρωτική κυριαρχία, κατάφεραν να οργανώσουν τα αυτόνομα μέσα επικοινωνίας και αποσαφήνισης του σχεδίου τους χωρίς να νικηθούν αμέσως στην απομόνωση, και εδραίωσαν μέσα στην πολωνική κοινωνία μια μόνιμη γραμμή οριοθέτησης ανάμεσα στον μονόλογο του κρατικού ψεύδους και τους υποστηρικτές της αλήθειας μέσω του κοινωνικού διαλόγου. Άοπλη όσο ποτέ απέναντι στη στρατιωτική ισχύ του παλιού ρώσου εισβολέα, περικυκλωμένη όπως πάντα από την εχθρότητα των ευρωπαϊκών Κρατών που ενώθηκαν για να υποστηρίξουν το στάτους κβο, απομονωμένη από τους προλετάριους των άλλων χωρών όσο καμία πολωνική εξέγερση του περασμένου αιώνα, η επανάσταση του 1980-1981 αντιπροσωπεύει το υψηλότερο σημείο όπου έφτασε η προλεταριακή ανατροπή της εποχής μας στην αναζήτηση των μέσων της, και αυτή που βρέθηκε πιο κοντά στο να πετύχει. Με το σκάνδαλο της ύπαρξής της για δεκαέξι μήνες, κατέληξε να δείξει την αλήθεια του γραφειοκρατικού σφετερισμού, και την ευθραυστότητα ενός συστήματος καταπίεσης του οποίου η αυθαιρεσία έχει το μέτρο της στην υποταγή εκείνων που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει. Αλλά η πιο λαμπρή νίκη του πολωνικού προλεταριάτου είναι ότι επανέφερε στην εποχή μας τη νεότητα του επαναστατικού σχεδίου μιας αταξικής κοινωνίας, ότι ανανέωσε έτσι την ιστορική μνήμη όλων βάζοντας σε εφαρμογή τη δική της, την οποία δεν είχε χάσει ποτέ από το 1956. Τίποτα δεν έχει τελειώσει, η μοίρα αυτού του κόσμου εξακολουθεί να αμφισβητείται.

Η θαυμάσια αλυσιδωτή αντίδραση των απεργιών του Αυγούστου του 1980 επηρέασε τις εξελίξεις σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε μέσα σε λίγους μήνες ολόκληρη η πολωνική κοινωνία ξεσηκώθηκε ενάντια στη γραφειοκρατική αντιπροσώπευσή της. Η ελευθερία συζήτησης για καθετί που αξίζει να συζητηθεί ήταν το ελάχιστο πρόγραμμα αυτού του κοινωνικού κινήματος. Είναι αυτό το ρητό πρόγραμμα που κατέστησε την πολωνική επανάσταση μια σύγχρονη επανάσταση, τοποθετώντας στο κέντρο της την απαίτηση της αλήθειας· και είναι το μέσο που παρείχε στον εαυτό της για να το πραγματώσει, η οργάνωση των εκπροσώπων της Αλληλεγγύης, αυτό που την κατέστησε κληρονόμο όλων των προλεταριακών επαναστάσεων του παρελθόντος. Η Αλληλεγγύη ήταν πράγματι η οργάνωση της επαναστατημένης κοινωνίας, όπως ήταν η CNT στην Ισπανία του 1936, για το καλύτερο και για το χειρότερο. Και οι κριτικές που μπορούν να γίνουν σε αυτή την οργάνωση, πρέπει να γίνουν στο προλεταριάτο που την δημιούργησε, έτσι όπως ήταν και όχι διαφορετικά.

Οι εργάτες έπρεπε να ανακαλύψουν εκ νέου τα πάντα από το τίποτα σε αυτή την επανάσταση που διεξήγαγαν οι ίδιοι. Δεν γνώριζαν στην αρχή παρά μόνο έναν εχθρό, τη σταλινική γραφειοκρατία, και έπρεπε να μάθουν να αναγνωρίζουν, στην πορεία του αγώνα τους, όλους τους ψεύτικους φίλους τους. Δεν πρέπει λοιπόν να εκπλήσσεται κανείς από όσα μπόρεσαν να παρεμποδίσουν εκ των έσω το προχώρημα της πολωνικής επανάστασης, αλλά μάλλον από το γεγονός ότι κατάφερε κόντρα σε όλα να προχωρήσει τόσο μακριά. Σίγουρα η Εκκλησία έγινε αποδεκτή μέχρι τέλους ως προστάτρια της ενότητας του κινήματος, και από αυτή τη θέση μπόρεσε να υποστηρίξει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση των “ειδικών” της, τη ρεφορμιστική –δηλαδή την ηττοπαθή– τάση μέσα στην Αλληλεγγύη. Σίγουρα οι αντιφρονούντες διανοούμενοι που είχαν ενωθεί από το 1976 στην KOR συνέχισαν, ενώ η νίκη του Αυγούστου του 1980 είχε δημιουργήσει εντελώς νέες συνθήκες, να υπερασπίζονται μια τελείως μη ρεαλιστική προοπτική συμβιβασμού. Όλα αυτά όμως αποτέλεσαν στο εσωτερικό της Αλληλεγγύης το αντικείμενο μιας διαρκούς συζήτησης όπου πολλοί εκπρόσωποι εξέφρασαν πιο ρεαλιστικές και πιο ριζοσπαστικές θέσεις. Και οι προλετάριοι δεν μπορούσαν να αντλήσουν την ιστορική γνώση τους παρά μόνο από αυτή την άμεση εμπειρία ενός αγώνα που τους έφερνε κάθε φορά αντιμέτωπους με τις συνέπειες των επιλογών τους.

Στις αρχές του 1981, η γραφειοκρατική εξουσία, αφού αναγκάστηκε να αποκηρύξει μια στρατιωτική επέμβαση και αδυνατώντας πλέον να κερδίσει χρόνο με νέες παραχωρήσεις, αποφάσισε να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση του συσχετισμού των δυνάμεων: αυτό ήταν η προβοκάτσια του Μπίντγκοστς. Σε απάντηση, οι εργάτες προετοιμάστηκαν ενεργά για μια επ’ αόριστον γενική απεργία που προβλεπόταν για τις 31 Μαρτίου. Αλλά ο Βαλέσα κατάφερε την τελευταία στιγμή να πετύχει την αναστολή της. Το πιο σοβαρό δεν ήταν τόσο αυτή η υποχώρηση καθαυτή όσο ο τρόπος με τον οποίο είχε αποσπαστεί, με τις μυστικές διαπραγματεύσεις και τη χαρακτηριστική κατάχρηση εξουσίας ενός εκπροσώπου που ενεργεί χωρίς εντολή· και δεν ήταν τόσο το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι έχαναν έτσι την πρωτοβουλία στον αγώνα τους ενάντια στη γραφειοκρατία, καθώς μπορούσαν πάντα να την ανακτήσουν, όσο το ότι την έχαναν στο εσωτερικό της ίδιας της οργάνωσής τους. Ο Βαλέσα ήταν, όπως όλοι οι μετριοπαθείς που ενσαρκώνουν την πρώτη στιγμή της ευφορικής ενότητας μιας επανάστασης, ένα πρόσκαιρο καλό, ένα αναπόφευκτο κακό: με την πάροδο του χρόνου παραμερίζεται. Αλλά στις 30 Μαρτίου 1981 η στιγμή είχε έρθει, και αφού δεν την αναγνώρισαν, αφού επέτρεψαν την καταστρατήγηση των δημοκρατικών κανόνων που είχαν παράσχει οι ίδιοι στους εαυτούς τους, οι επαναστάτες εργαζόμενοι εγκατέλειπαν ένα μέρος των εξουσιών τους σε μια ανεξέλεγκτη αντιπροσωπεία της οποίας τα διαχωρισμένα συμφέροντα, και η συνακόλουθη πολιτική που διεξήγαγε, θα τους απέκρυβαν αργότερα τις ανάγκες του αγώνα.

Γιατί όλα συνεχίζονταν: το φθινόπωρο, σχεδόν παντού στην Πολωνία, “κοινωνικές επιτροπές” αναλάμβαναν την παραγωγή και τη διανομή, εγκαθιστώντας μια νέα νομιμότητα ενάντια στη γραφειοκρατία. Και οι εκπρόσωποι του Λοτζ ανακοίνωναν ότι στις 21 Δεκεμβρίου όλοι οι εργαζόμενοι της περιοχής θα ξεκινούσαν ενεργή απεργία και θα οργάνωναν εργατικές πολιτοφυλακές για την αυτοάμυνά τους. Αυτή η απόφαση επέσπευσε την αναμέτρηση και την προσωρινή κατάληξη της 13ης Δεκεμβρίου: η γραφειοκρατική τάξη αποκαταστάθηκε με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, καθώς η σύγχυση και η αποδιοργάνωση που πυροδότησε η αναβλητικότητα των περισσότερων ηγετών της Αλληλεγγύης εμπόδισαν την άμεση αποτυχία του πραξικοπήματος του Γιαρουζέλσκι, αλλά με ένα αποτέλεσμα ελάχιστο καθαυτό, σε σχέση με όλα όσα έπρεπε να ανακτήσει. Οι εργαζόμενοι επέλεξαν τον δρόμο της παθητικής αντίστασης, αλλά συνέχισαν έκτοτε να προχωράνε, με τις παράνομες οργανώσεις και εκδόσεις τους, στη συνείδηση του αμετάβλητου ιστορικού τους καθήκοντος. Στο εξής η μοίρα της πολωνικής επανάστασης εξαρτάται περισσότερο από ποτέ από το τι θα κάνει το ρωσικό προλεταριάτο, αλλά όλα όσα έχει ήδη καταφέρει συνιστούν την πιο σημαντική συνεισφορά στη συγκρότηση ενός γενικευμένου αντι-γραφειοκρατικού κινήματος.

Όσο για τη Γαλλία, όπου είναι ωστόσο ευκολότερο να εφαρμοστεί ο διεθνισμός, η πολωνική επανάσταση αποτέλεσε εδώ τη στιγμή της αλήθειας για όλους εκείνους που υποστήριζαν τη σύγχρονη επανάσταση και τις ιδέες με τις οποίες άρχισε να διακηρύττει τους στόχους της. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι από αυτούς χρησιμοποίησαν αυτές τις ιδέες μόνο για να κρίνουν το πολωνικό κίνημα, και όχι για να προσπαθήσουν να το βοηθήσουν. Αλλά σε κάθε περίπτωση, περιορίστηκαν στην αποσπασματική αντίδραση, χωρίς να μπορέσουν να διαρρήξουν τον θεαματικό μηχανισμό που έχει εδραιωθεί σήμερα επαρκώς ώστε να χειρίζεται τις πραγματικότητες σαν ερεθίσματα, γεγονότα που ατενίζονται με αγανάκτηση, ενθουσιασμό, οργή, δεν έχει σημασία, αλλά πάντα σαν να είναι εξωτερικά. Αυτή η εξάρτηση από τις θεαματικές διαμεσολαβήσεις έφτασε εδώ σε ένα είδος τελειότητας, και είδαμε, όταν η λήθη και η σιωπή διαδέχτηκαν τη συνωμοσία του θορύβου, ότι για μια ακόμα φορά δεν είχε υπάρξει καμία σωρευτική διαδικασία, ότι η “αλληλεγγύη” με την πολωνική επανάσταση δεν είχε δημιουργήσει καμία διαρκή οριοθέτηση, κανένα πεδίο συμφωνίας για μια οποιαδήποτε αντιγραφειοκρατική συσπείρωση.

Καθώς περνάνε μια εποχή και η ευκαιρία της, η πιθανή σύζευξη ανάμεσα στο παρελθόν των εργατικών αγώνων (την παραδειγματική σκιαγράφηση των αυτόνομων μέσων της προλεταριακής επανάστασης) και την καινούρια εξέγερση που γεννήθηκε αυθόρμητα από το έδαφος της κοινωνίας του θεάματος (την κριτική της εργασίας, του εμπορεύματος και του συνόλου της αλλοτριωμένης ζωής), αυτή η σύζευξη που προσεγγίστηκε για μια στιγμή σε ορισμένες από τις αναπτυγμένες χώρες δεν μπορεί πλέον να θεωρείται και να αναμένεται ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της αντικειμενικής εξέλιξης των κυρίαρχων συνθηκών: περνάει στη μνήμη και στη συνείδηση ως το καθήκον μιας νέας εποχής όπου ο παγκόσμιος καταμερισμός της καταπιεστικής εργασίας κάνει τα πάντα για να αποκλείσει αυτή την επιθυμία, αυτή τη δυνατότητα. Όταν η δύναμη της πρακτικής ενοποίησης μέσω “του πραγματικού κινήματος που διαλύει τις υπάρχουσες συνθήκες” εξαφανίζεται από την κοινωνική ζωή, τότε επανεμφανίζεται η ανάγκη για μια ενιαία κριτική θεωρία.

Η σημερινή οργάνωση της σύγχυσης και της αμνησίας, της άγνοιας μέσω του βομβαρδισμού πληροφοριών, κατάφερε να εμποδίσει την εξέγερση που ξεκίνησε μέσα στη νεολαία να γίνει ένα σωρευτικό φαινόμενο, ακόμα και να εκδηλώσει έναν κυκλικό χαρακτήρα· αυτοί που σήμερα είναι ενήλικες, αν δεν έχουν αυτοκτονήσει ή αφανιστεί μέσα στην τρέλα ή μέσα στα ναρκωτικά, έχουν κατά κανόνα παραιτηθεί. Και αυτοί που δεν είναι ακόμα ενήλικες –αν αυτό είναι κάτι που μπορεί οποιοσδήποτε να γίνει μέσα σε μια κοινωνία παρατεταμένου παιδισμού– αρκούνται στη συντριπτική τους πλειονότητα στους προγραμματισμένους τρόπους έκφρασης της δυσαρέσκειας. Από την άλλη πλευρά, και αυτή είναι για τον εχθρό μια ακόμα βαθύτερη επιτυχία, που συνεπάγεται και ολοκληρώνει την προηγούμενη, η εντατικοποιημένη διείσδυση της εμπορευματικής παραγωγής αποσυνθέτει όλα αυτά που, στη ζωή των ατόμων, θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βάση για μια ανάκαμψη της πρακτικής κριτικής: γλώσσα, ήθη, αστικά πεδία, μνήμη, όλα αυτά που ήταν σαν μια βάση οπισθοφυλακής της επανάστασης μέσα στην εχεμύθεια του καθημερινού βιώματος υποβάλλονται μεθοδικά στα διασταυρούμενα πυρά της καταστροφής και της επαναφομοίωσης.

Παρόλα αυτά, μέσα στην ίδια κίνηση, καθώς η ορθολογικότητα του εμπορεύματος έγινε ολοκληρωτική, και επομένως ολοένα εμφανέστερα παράλογη στην πράξη, βυθίζεται αμείλικτα στη φρίκη των ανεξέλεγκτων αποτελεσμάτων της. Και γι’ αυτούς που την καταπολεμούσαν ήδη όταν έδινε καλύτερη εντύπωση, γι’ αυτούς που, εγκαταλείποντας τα εργοστάσια ή εγκαταλείποντας την κουλτούρα, βρέθηκαν μέσα σε εκείνη τη στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας όπου η προοπτική της κοινωνικής επανάστασης επέστρεψε στο κέντρο του κόσμου για να δώσει το μέτρο όλων των πραγμάτων, γι’ αυτούς που είδαν να μισανοίγει η πόρτα του κλειστού παλατιού του χρόνου, και που δεν θα το ξεχάσουν ποτέ, τα δέκα χρόνια που πέρασαν από τότε που η πορτογαλική επανάσταση φαινόταν να αναγγέλλει την επέκταση της ανατροπής του 1968 σε ολόκληρη την Ευρώπη, δεν ήταν παρά το αναπόφευκτο τίμημα της σύγκρουσης που είχαν επιλέξει, ένα τίμημα που πληρώνουν επίσης, και πιο επώδυνα, αυτοί που δεν την επέλεξαν.

Άρμοζε στη Γαλλία, όπου είχε γεννηθεί αυτή η καινούρια νεότητα της εξέγερσης, να δει να πραγματώνεται η πιο ξεκάθαρη άρνησή της. Ο μιτερανισμός, που παρουσιάστηκε ως “η νίκη του Μάη του 68”, είναι στην πραγματικότητα η νίκη της πιο σύγχρονης αντεπανάστασης που το 1968 έπρεπε να αφήσει τον γκωλισμό να εκτελέσει το έργο που δεν ήταν ακόμα ικανή να εκπληρώσει η ίδια. Το 1984, ένας επαναφομοιωτής τόσο προοδευτικός σαν τον Αταλί είναι ο διορισμένος στοχαστής του Μιτεράν, ένας πρώην αριστεριστής γραφειοκράτης σαν τον Ζουλί διευθύνει την επίσημη εφημερίδα της τεχνολογικής αριστεράς και ένας πρώην σκουπιδοσυλλέκτης του μαοϊκού κονφουζιονισμού σαν τον Κάστρο έχει αναλάβει να εξανθρωπίσει την πολεοδομική λέπρα των προαστίων. Το 1984, οι “σιτού” βρίσκονται παντού, αλλά οι υπολογιστές είναι αυτοί που παρέχουν υποδείξεις σχετικά με τους όρους κυκλοφορίας μέσα σε ένα καταστραμμένο Παρίσι, υλοποιώντας έτσι ένα πρόγραμμα τελείως αντίθετο από εκείνο της περιπλάνησης, που είχε ωθήσει άλλους σιτού προς ένα σχέδιο αναδημιουργίας του κόσμου. Το 1984, η δολοφονία του Ζεράρ Λεμποβισί, εκδότη του Τζωρτζ Όργουελ, μεταξύ άλλων, και η συκοφαντική εκστρατεία που ξεκίνησε με αυτή την ευκαιρία εναντίον του Γκυ Ντεμπόρ δείχνουν ότι η εξάλειψη της κοινωνικής κριτικής βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, και περνάει τελικά από την εξάλειψη των ελάχιστων δηλωμένων υποστηρικτών της. Εδώ όπως και στην περίπτωση των τροφίμων ή της στέγασης, το ζήτημα είναι να εξαλειφθεί το σημείο σύγκρισης, έτσι ώστε το αποκαταστημένο μονοπώλιο της κοινωνικής έκφρασης να μη φοβάται πια την επανενεργοποίηση αυτού που για μια στιγμή το είχε αμφισβητήσει.

Σε αυτό το σημείο όπως και σε όλα εκείνα όπου υλοποιεί το πρόγραμμά του, ο εχθρός μάς δείχνει επαρκώς, αρνητικά, τι πρέπει να κάνουμε για να υπερασπιστούμε τις δυνατότητες μιας ελεύθερης σκέψης και ζωής. Αν προσπαθήσαμε να συντάξουμε αυτή την Ιστορία δέκα χρόνων, δεν ήταν για να ξεφορτωθούμε το παρελθόν, αλλά για να διασώσουμε τη δυνατότητα που περιείχε. Σήμερα, πολλά άτομα που είχαν αναγνωρίσει τον εαυτό τους σε αυτή τη δυνατότητα περιπλανιούνται, χωρίς να αρνούνται τον εαυτό τους, μέσα στον “λαβύρινθο της δυστυχίας και του πόνου του οποίου τις παρακάμψεις επεκτείνει επ’ αόριστον η αναστολή μιας ανολοκλήρωτης επανάστασης”. Για να βγούμε από τους λαβυρίνθους, υπάρχουν στιγμές όπου μπορούμε να περάσουμε μέσα από τους τοίχους, και υπάρχουν άλλες όπου οι τοίχοι είναι πολύ συμπαγείς, και όπου πρέπει η μνήμη να καταφέρει να επανασυνδέσει το νήμα του χρόνου, για να οδηγηθούμε ξανά στο κεντρικό σημείο θεώρησης απ’ όπου μπορεί να βρεθεί ξανά ο δρόμος.

Από αυτό το σημείο και πέρα ξεκινάει η ανάκτηση μιας δύναμης κριτικής αντίληψης που απαντάει, για όλα τα γεγονότα που μπορούν να διαπιστωθούν, στην υποβάθμιση της ζωής, και που επιταχύνει το σχίσμα μέσα στην κοινωνία, το οποίο προηγείται μιας επανάστασης, σε σχέση με το κατεξοχήν ιστορικό ζήτημα που είναι το ζήτημα της προόδου. Αναμφίβολα είμαστε εκπληκτικά αδύναμοι για να αποκαταστήσουμε την αλήθεια των γεγονότων σε όλες τις πτυχές μιας παραγωγής που μας διαφεύγει, ακριβώς επειδή μας διαφεύγει. Αλλά αυτοί που κατέχουν τις απαιτούμενες δυνάμεις δείχνουν επαρκώς για ποιον σκοπό τις χρησιμοποιούν ώστε να μην αισθανόμαστε την υποχρέωση να έχουμε υπερβολικούς ενδοιασμούς. Η πρόθεσή μας είναι να πετύχουμε να επαναφέρουμε μέσα στον κόσμο, μέσω μιας μεθοδικής έρευνας, αυτή την αλήθεια των γεγονότων που είναι σήμερα εντελώς σκανδαλώδης, επειδή δεν υπάρχει ούτε μία λεπτομέρεια της υλικής παραγωγής για την οποία αυτή να μην είναι υποχρεωμένη να ψεύδεται· στην καλύτερη περίπτωση να αποκρύβει ότι δεν έχει κανέναν έλεγχο πάνω στις συνέπειές της. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, θα γίνει κατανοητό ότι δεν εξωθήσαμε τη σεμνότητα μέχρι το σημείο να πιστεύουμε στη μικρή σημασία του εγχειρήματός μας.

[1] [ΣτΜ] MFA: Movimento das Forças Armadas (Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων).


Σας ακούμε...